Κυριακή 14 Ιουνίου 2009
Σάββατο 7 Μαρτίου 2009
Κυριακή 8 Φεβρουαρίου 2009
Η αναγωγή του ψυχολογικού στο νευροβιολογικό και γιατί τη φοβόμαστε
Το ερώτημα αφετηρίας.
Έχει η έρευνα στις Νευροεπιστήμες φέρει στο φως τεκμήρια που θα μπορούσαν να πείσουν τον όποιον λογικό και καλοπροαίρετο άνθρωπο, τον Σωκράτη, ας πούμε, πως όπως ακριβώς η λύρα παράγει μουσική έτσι κι ο εγκέφαλός του παρήγαγε τη χαρά του για το επικείμενο ταξίδι του στα λημέρια των Θεών, η οποία χαρά, παρεμπιπτόντως, θα εξανεμίζονταν τη στιγμή που θα αποδέχονταν την παραπάνω πρόταση;
Γιατί χαίρεται ο Σωκράτης;
Μια πρώτη απάντηση από τη σκοπιά του λογικού και καλοπροαίρετου «αναγωγιστή» νευροεπιστήμονα θα ήταν ότι η χαρά του Σωκράτη οφείλεται στην ενεργοποίηση του συστήματος ανταμοιβής (reward system) του εγκεφάλου του, που με τη σειρά της ενεργοποιεί τις συγκινησιακές αντιδράσεις του οργανισμού. Από την ανακάλυψή του στον εγκέφαλο του επίμυ (Olds and Milner 1954), το σύστημα ανταμοιβής αποδείχτηκε ότι συμμετέχει στην γένεση ευχάριστων συναισθημάτων στον άνθρωπο (Heath 1964), ενώ μέσω του ενισχυτικού του ρόλου φαίνεται να εμπλέκεται και σε πιο σύνθετες συμπεριφορές, όπως στη μνήμη και τη μάθηση ( ) ή την εξάρτηση από εξαρτησιογόνες ουσίες (Koob and Le Moal 1997).
Μια τέτοιου τύπου άμεση αναγωγή μιας ψυχολογικής κατάστασης σε έναν εγκεφαλικό μηχανισμό, αν και μπορεί να εγείρει ενστάσεις ως προς ορισμένα μεθοδολογικά προβλήματα, αφήνει να διαφανεί ένα ακόμη σημαντικό πρόβλημα στη θέση του ερωτήματος αφετηρίας. Πρώτον, η αναγωγή μιας συγκινησιακής κατάστασης σε εγκεφαλικές καταστάσεις είναι μάλλον εύκολη σε σχέση με την αναγωγή νοητικών ή συνειδησιακών καταστάσεων. Δεύτερον, λόγω της φύσης των συγκινησιακών καταστάσεων, που περιλαμβάνουν αντιδράσεις του αυτόνομου νευρικού συστήματος (ΑΝΣ), μια τέτοια αναγωγή θα μπορούσε να είναι «εξαλειπτικού» χαρακτήρα, να ερμήνευε δηλαδή εξ ολοκλήρου τη χαρά στο εγκεφαλικό επίπεδο έτσι ώστε οι ψυχολογικές ερμηνείες να εξαλείφονταν. Τρίτον, αυτή η εξάλειψη αφορά τις «ψυχολογικές ερμηνείες» της χαράς και όχι την ίδια τη χαρά. Η χαρά δεν εξαλείφεται ως υποκειμενική εμπειρία (εφόσον η αναγωγή αφορά τη χαρά ως συγκινησιακή κατάσταση) άρα δεν υπάρχει περίπτωση να εξανεμισθεί, όπως τίθεται στο ερώτημα αφετηρίας. Ο «φόβος της αναγωγής» πιθανόν να οφείλεται σε αυτήν την παρανόηση, την οποία θα προσπαθήσουμε να διαλευκάνουμε και στη συνέχεια.
Οι νοητικές αναπαραστάσεις και οι ιδιότητές τους
Στην περίπτωση της χαράς ως συγκινησιακής κατάστασης ένας από τους λόγους της ευκολίας της αναγωγής στις εγκεφαλικές καταστάσεις είναι η ύπαρξη μιας κοινής γλώσσας περιγραφής των δύο επιπέδων, εφόσον, όπως είπαμε, οι συγκινησιακές καταστάσεις μπορούν να περιγραφούν με όρους αντιδράσεων του ΑΝΣ.[1][2] Στην περίπτωση όμως νοητικών ή συνειδησιακών καταστάσεων η κοινή γλώσσα δεν είναι δεδομένη και πρέπει να αναζητηθεί. Μια καλή αφετηρία λοιπόν για τη δυνατότητα της αναγωγής αυτών των καταστάσεων σε εγκεφαλικές καταστάσεις θα ήταν η διερεύνησή της μέσω της αναπαραστατικής θεωρίας του νου[2][3], η οποία αποτελεί το κοινό δόγμα της γνωσιακής επιστήμης. Η γνωσιακή επιστήμη συγκροτείται ως κοινό ερευνητικό πρόγραμμα τεσσάρων βασικών πεδίων, της γνωστικής ψυχολογίας, των νευροεπιστημών, της επιστήμης των ηλεκτρονικών υπολογιστών και της φιλοσοφίας του νου και ένα από τα βασικά αιτήματά της είναι ακριβώς η αναζήτηση κοινής γλώσσας περιγραφής των νοητικών φαινομένων στα επιμέρους επιστημονικά πεδία. Ένα επιπλέον πλεονέκτημα της αναπαραστατικής θεωρίας του νου είναι ότι πρόκειται για μια καλά δομημένη φυσικαλιστική (υλιστική) θεωρία των νοητικών φαινομένων, γεγονός που διευκολύνει τη διερεύνηση της δυνατότητας αναγωγής τους ή μη σε εγκεφαλικά φαινόμενα.
Πώς τίθενται λοιπόν οι όροι του ερωτήματος αφετηρίας με τους όρους της αναπαραστατικής θεωρίας του νου;
• O Σωκράτης χαίρεται επειδή πιστεύει ότι θα πάει στα λημέρια του θεού του.
• Ο θεός του Σωκράτη –ο Δίας– δεν υπάρχει (κι αυτό ίσως το γνώριζε και ο ίδιος).
• Εφόσον όμως χαίρεται για κάτι, το σκέφτεται, κι αυτό, έστω κι αν δεν υπάρχει, δεν είναι το ίδιο με το να μη σκέφτεται τίποτα.
• Το περιεχόμενο λοιπόν της πεποίθησής του υπάρχει σε ένα νοητικό χώρο (στη συνείδησή του, ας πούμε) και επηρεάζει τη συμπεριφορά του (χαίρεται, πίνει το κώνειο, κλπ.).
Η αναγνώριση εσωτερικών νοητικών στοιχείων που μπορούν και επηρεάζουν τη συμπεριφορά αποτελεί κοινό στοιχείων πολλών ψυχολογικών θεωριών μετά τη δεκαετία του 1950. Προήλθε από την αντίδραση στις αδυναμίες της κυρίαρχης τότε συμπεριφοριστικής (μπηχαβιοριστικής) ψυχολογίας, που αγνοούσε κάθε εσωτερικό παράγοντα στις απαντήσεις του οργανισμού και επικεντρωνόταν στην ανάλυση και τον έλεγχο των εξωτερικών ερεθισμάτων. Στην περίπτωση της αναπαραστατικής θεωρίας του νου τα εσωτερικά αυτά στοιχεία είναι οι γνώσεις, οι πεποιθήσεις, οι φόβοι, κλπ. των δρώντων υποκειμένων. Οι όροι αυτοί είναι δανεισμένοι από την «ψυχολογία του κοινού νου» ή «δημώδη ψυχολογία» (folk psychology), αν και, εκτός των γνώσεων, απαντώνται στην αναλυτική φιλοσοφία ως «προτασιακές ή αποβλεπτικές στάσεις» (propositional/intentional attitudes) (Brentano 1874/1973). Οι νοητικές αναπαραστάσεις είναι συμβολικές γλωσσικού-συντακτικού τύπου αναπαραστάσεις που έχουν ως περιεχόμενο τις γνώσεις ή τις προτασιακές στάσεις.
Η νοητική αναπαράσταση, είτε είναι αναπαράσταση για κάτι που υπάρχει είτε για κάτι που δεν υπάρχει, έχει αιτιολογικές ιδιότητες: στην περίπτωση του Σωκράτη προκαλεί χαρά (την ομολογεί ο ίδιος αλλά τη διαπιστώνουν και οι μαθητές του από το χαμόγελό του) και προκαλεί μια συμπεριφορά, πίνει το κώνειο. Η νοητική αναπαράσταση δηλαδή επιδρά στον υλικό κόσμο (στους μύες του προσώπου του όταν χαμογελάει και στους μύες του χεριού του όταν φέρνουν το κώνειο στο στόμα του) μέσω εγκεφαλικών περιοχών που ελέγχουν αυτές τις λειτουργίες.
Άρα η χαρά του Σωκράτη μπορεί να ερμηνευτεί με βάση την ενεργοποίηση του κέντρου ανταμοιβής του μεταιχμιακού συστήματος του εγκεφάλου (ή οποιουδήποτε άλλου κέντρου ελέγχει τη συγκινησιακή αντίδραση της χαράς) και η απόφασή του να πιει το κώνειο από την ενεργοποίηση των μετωπιαίων προκινητικών περιοχών που προγραμματίζουν τη συμπεριφορά. Αυτή η ενεργοποίηση δεν μπορεί παρά να γίνει μέσω εισόδων από άλλες εγκεφαλικές περιοχές, όπου θα υποθέσουμε ότι αναπαρίσταται η προσμονή του για το επικείμενο ταξίδι του στα λημέρια των Θεών.
Αυτό σημαίνει ότι η οντολογία του νου δεν διαφέρει από την οντολογία του κόσμου: Οι νοητικές αναπαραστάσεις, εφόσον επηρεάζουν την ανθρώπινη συμπεριφορά, θα πρέπει να έχουν υλικό φορέα ώστε να επιδρούν αιτιακά. Η άποψη αυτή, κυρίαρχη σήμερα στη φιλοσοφία του νου και τη γνωσιακή επιστήμη, είναι γνωστή ως θεωρία ταυτότητας: Τα νοητικά φαινόμενα δεν είναι τίποτε άλλο παρά εγκεφαλικά φαινόμενα (αρκετά εύλογη υπόθεση εφόσον εγκεφαλικές βλάβες προκαλούν νοητικές διαταραχές) (Smart 1959, Feigl 1958, Place 1956).[1][4]
Οι νοητικές αναπαραστάσεις όμως, εκτός από τις αιτιακές ιδιότητες τους (επηρεάζουν τη συμπεριφορά) έχουν και σημασιολογικές ιδιότητες. Είναι δηλαδή αληθείς ή ψευδείς. Αν, για παράδειγμα, κάποιος πιστεύει ότι η Γη είναι επίπεδη, η αντίστοιχη νοητική αναπαράσταση αναφέρεται σε μια υπαρκτή πεποίθηση, η οποία όμως έχει ψευδές περιεχόμενο. Οι σημασιολογικές ιδιότητες των νοητικών αναπαραστάσεων θέτουν το πρώτο και σημαντικότερο πρόβλημα της αναπαραστασιακής θεωρίας του νου: Πώς μπορεί κάτι υλικό να έχει σημασιολογικό περιεχόμενο (να σημαίνει κάτι, να είναι αληθές ή ψευδές, καλό ή κακό, ωραίο ή άσχημο); (Fodor 1990).
Η απάντηση του Fodor είναι να μην ασχοληθούμε με το ποιο είναι το περιεχόμενο των αναπαραστάσεων (κατανοημένο ως συνθήκες αλήθειας) αλλά να καθορίσουμε το τι θεμελιώνει τη σχέση αναπαράστασης-αναπαριστώμενου. Με άλλα λόγια, το ερώτημα στο οποίο καλείται να απαντήσει η αναπαραστασιακή θεωρία είναι: δυνάμει τίνος πράγματος μια εσωτερική κατάσταση αποκτά αναπαραστασιακό περιεχόμενο (Fodor 1990, σελ. 318).
Ατομισμός ή ιντερναλισμός («Εφόσον ο εγκέφαλος είναι μέσα στο κεφάλι, ο νους δεν θα μπορούσε να βρίσκεται κάπου αλλού»).
Η απάντηση σε αυτό το πρόβλημα θα ήταν να θεωρήσουμε τη σχέση των νοητικών φαινομένων με τα εγκεφαλικά φαινόμενα ως επιγένεση (supervenience) των νοητικών φαινομένων από τα εγκεφαλικά, όπως οι αιτιακές ιδιότητες ενός οποιουδήποτε πράγματος επιγίγνονται (supervene) στις φυσικές του ιδιότητες.[1][5] Κατά συνέπεια, αν η ψυχολογία θέλει να είναι επιστημονική, θα πρέπει οι νοητικές καταστάσεις ενός ατόμου να επιγίγνονται στις εγγενείς φυσικές του ιδιότητες: «Οι αιτιακές δυνάμεις επιγίγνονται στις τοπικές μικροδομές. Στην ψυχολογική περίπτωση επιγίγνονται στην τοπική νευρωνική δομή» (Fodor 1987, σελ. 45).
Σύμφωνα με τη θεωρία του ατομισμού, το περιεχόμενο των νοητικών αναπαραστάσεων μπορεί να περιγραφεί από τις αιτιακές σχέσεις τους, ανεξάρτητα από το αν υπάρχει ή όχι στο περιβάλλον του κάποιο συγκεκριμένο αντικείμενο ή ιδιότητα (ιντερναλισμός). Για την ατομιστική-ιντερναλιστική θεωρία του νοητικού περιεχομένου αυτό που έχει σημασία είναι το πώς το υποκείμενο αναπαριστά τον κόσμο του και όχι πώς αλήθεια είναι ο κόσμος. Αν πιστεύω, λόγου χάρη, ότι βλέπω ένα δέντρο και οι αιτιακές σχέσεις αυτής της νοητικής κατάστασης με τη συμπεριφορά με οδηγήσουν να συμπεριφερθώ σαν να βλέπω ένα δέντρο, τότε το περιεχόμενο της αντίστοιχης νοητικής αναπαράστασης είναι αληθές. Αυτό φαίνεται εύλογο, αν αναλογιστούμε ότι πολλές φορές έχουμε ψευδή συνείδηση, ψευδαισθήσεις ή πολλές φορές οι υπαρκτές νοητικές μας καταστάσεις αφορούν καταστάσεις πραγμάτων που δεν είναι υπαρκτές (π.χ. ο Δίας στην περίπτωση του Σωκράτη).Με τον ατομισμό-ιντερναλισμό διατηρείται η φυσιοκρατική εξήγηση για το πώς αποκτούν οι νοητικές αναπαραστάσεις το περιεχόμενό τους. Στο βαθμό που οι νοητικές καταστάσεις προκαλούν αλλαγές στην παρατηρήσιμη συμπεριφορά και έχουν περιεχόμενο που επιγίγνεται στις φυσικές ιδιότητες του εγκεφάλου, μπορούν να γίνουν αντικείμενο της νευροεπιστήμης. Εφόσον οι αναπαραστάσεις υπάρχουν κάπου στον εγκέφαλο και επηρεάζουν συγκεκριμένες δομές που σχετίζονται με τη συμπεριφορική έξοδο, θα μπορούσαμε ίσως στο μέλλον να τις εντοπίσουμε με εξελιγμένες νευροφυσιολογικές ή άλλες μεθόδους. Ένα όργανο λοιπόν των μελλοντικών νευροεπιστημόνων, το εγκεφαλοσκόπιο, θα μπορούσε να ανιχνεύσει τη νοητική αναπαράσταση από τις αιτιακές της επιδράσεις πάνω στη συμπεριφορά, θα εντόπιζε ανάδρομα τους εγκεφαλικούς μηχανισμούς που τη γεννούν και θα καθόριζε το περιεχόμενό της με βάση φυσικές ιδιότητες αυτών των μηχανισμών. Όσο φιλόδοξο και αν μοιάζει το πρόγραμμα ανάπτυξης του εγκεφαλοσκόπιου, είναι «θεωρητικά» δυνατό υπό τη θεωρία του ατομισμού και την παραδοχή της επιγένεσης.
Εξτερναλισμός («Οι σημασίες δεν βρίσκονται μέσα στο κεφάλι» -Putnam)
Τα πράγματα όμως περιπλέκονται αν ξαναγυρίσουμε στο ερώτημα αφετηρίας και ρωτήσουμε γιατί πραγματικά χαίρεται ο Σωκράτης. Ο Σωκράτης δεν χαίρεται γιατί απλώς θα πάει στα λημέρια του θεού του, αλλά γιατί θα πάει στα λημέρια του θεού του επειδή θα πιει το κώνειο, υπακούοντας στην απόφαση του δικαστηρίου. Η υπακοή του στην απόφαση του δικαστηρίου είναι μια πράξη που «πρέπει» να γίνει και ο Σωκράτης χαίρεται επειδή υπακούει στην αίσθηση δικαίου που υπερασπίστηκε σε ολόκληρη τη ζωή του.
Οι μαθητές του όμως λυπούνται. Γι’ αυτούς ο Σωκράτης «δεν πρέπει» να πιει το κώνειο γιατί η απόφαση του δικαστηρίου ήταν άδικη. Το εγκεφαλοσκόπιό μας –ή μάλλον ο χειριστής του– θα μπερδευόταν. Θα ανίχνευε στο εγκέφαλο του Σωκράτη μια αναπαράσταση της πρότασης «πιστεύω ότι η υπακοή στην απόφαση του δικαστηρίου είναι δίκαιη» με αληθές περιεχόμενο (εφόσον οδηγεί σε συγκεκριμένη συμβατή συμπεριφορά –χαρά, την παραμονή στη φυλακή) και στον εγκέφαλο του Κρίτωνα μια αναπαράσταση της πρότασης «πιστεύω ότι η υπακοή στην απόφαση του δικαστηρίου είναι άδικη» με αληθές περιεχόμενο (εφόσον οδηγεί σε πάλι σε συμβατή συμπεριφορά –λύπη, προτροπή δραπέτευσης). Δυο λογικά αντίθετες προτάσεις, από τη σκοπιά του (εξωτερικού) τρίτου προσώπου, είναι και οι δύο αληθείς.
Ο υποστηρικτής της θεωρίας του ατομικισμού θα έλεγε ότι εφόσον αυτό που έχει σημασία είναι το πώς το υποκείμενο αναπαριστά τον κόσμο του και όχι πώς αλήθεια είναι ο κόσμος, η έννοια της ψευδούς συνείδησης αποτελεί πρόβλημα του εγκεφαλοσκόπιου ή του χρήστη του και όχι των δρώντων υποκειμένων.
Εάν όμως το σύμβολο δεν παραπέμπει από μόνο του στο αναπαριστώμενο –εάν δηλαδή μια νοητική αναπαράσταση δεν παραπέμπει από μόνη της στην αλήθεια της πρότασης που έχει ως περιεχόμενό της– και χρειάζεται κάποιον ερμηνευτή-χρήστη, τότε χάνεται η φυσιοκρατική εξήγηση. Σε αυτήν την περίπτωση θα χρησιμοποιούνταν δηλαδή οι προτασιακές στάσεις του χρήστη-ερμηνευτή για να εξηγηθεί η λειτουργία και το περιεχόμενο των νοητικών αναπαραστάσεων. Για να λυθούν τα παράδοξα των ψευδών αναπαραστάσεων, των διαφορετικών αναπαραστάσεων από παρόμοια ερεθίσματα και η ανάγκη του χρήστη-ερμηνευτή (για να διατηρηθεί δηλαδή η φυσικαλιστική ερμηνεία του περιεχομένου των αναπαραστάσεων) η αναπαραστατική θεωρία του νου φαίνεται να ευνοεί τις αποκαλούμενες εξτερναλιστικές προσεγγίσεις.
Σύμφωνα με τους υποστηρικτές του εξτερναλισμού, το περιεχόμενο των νοητικών αναπαραστάσεων είναι «ευρύ», δεν εξαρτάται μόνο από τα εγγενή (intrinsic) χαρακτηριστικά του υποκειμένου, αλλά και από την ιστορία του και το φυσικό και κοινωνικό του περιβάλλον. Αφετηρία των εξτερναλιστικών απόψεων αποτελεί το περιβόητο νοητικό πείραμα της «δίδυμης Γης» του Hillary Putnam (1975),[1][6] με το οποίο έδειξε ότι η σημασία των λέξεων δεν καθορίζεται από τις ψυχολογικές καταστάσεις του χρήστη των λέξεων: «meanings just ain’t in the head” (Putman 1975, σελ. 227).
Στο πλαίσιο της αναπαραστατικής θεωρίας η σημασιολογία της γλώσσας είναι εύκολο να μετατραπεί σε σημασιολογία της νόησης, επειδή σύμφωνα με την επικρατούσα φοντοριανή νοητική αρχιτεκτονική ο νους είναι δομημένος ως γλώσσα. Ό,τι ισχύει λοιπόν για τις λέξεις της φυσικής γλώσσας ισχύει και για τις «λέξεις» της νοητικής γλώσσας, δηλαδή τις νοητικές αναπαραστάσεις. Από αυτήν την αναλογία προέκυψε το σύνθημα της εξτερναλιστικής θεωρίας: «οι νοητικές αναπαραστάσεις δεν είναι μέσα στο κεφάλι» (McGinn 1989, σελ. 31).
Σύμφωνα λοιπόν με την αντι-ατομιστική θεωρία του εξτερναλισμού, το υποθετικό μας εγκεφαλοσκόπιο δεν μπορεί να αποκαλύψει το ευρύ περιεχόμενο (τις σημασίες) των νοητικών αναπαραστάσεων, γιατί αυτό δεν βρίσκεται μέσα στο κεφάλι. Στην περίπτωση των πανομοιότυπων ανθρώπων που ζουν στη Γη και τη δίδυμη Γη του Putnam, δεν μπορεί από τις σχετικές αναπαραστάσεις του νερού μέσα στον εγκέφαλό τους να αποδώσει το σωστό περιεχόμενο Η2Ο ή ΧΥΖ εάν δεν διαθέτει μια βάση δεδομένων εξωτερική ως προς τα δύο υποκείμενα, γιατί η αλήθεια (η σημασία) αυτού του πεεριεχομένου βρίσκεται στο φυσικό περιβάλλον. Στην περίπτωση του Σωκράτη και των μαθητών του, το εγκεφαλοσκόπιο δεν μπορεί να ανιχνεύσει τη σημασία (την αλήθεια) του περιεχομένου των πεποιθήσεων που προκαλούν τη χαρά και λύπη αντίστοιχα, γιατί αυτή βρίσκεται σε έννοιες και αξίες που αναπαρίστανται μεν στον εγκέφαλό τους, αλλά προέρχονται από το κοινωνικό περιβάλλον.
[1][6] Ο Α και ο Β είναι δυο πανομοιότυποι άνθρωποι μόριο προς μόριο, που βρίσκονται ο ένας στη Γη και ο άλλος σε έναν πλανήτη ενός «δυνατού» κόσμου –τη δίδυμη Γη- ο οποίος είναι φαινομενικά πανομοιότυπος με τη Γη. Επίσης, τόσο ο Α όσο και ο Β, οι οποίοι δεν γνωρίζουν τη χημική σύσταση του νερού, όταν αναφέρονται στο νερό χρησιμοποιούν τη λέξη «νερό». Ωστόσο, οι δύο πλανήτες, παρότι φαινομενικά (δηλαδή μακροσκοπικά) πανομοιότυποι, διαφέρουν ως προς τη μοριακή σύσταση του νερού: στη δίδυμη Γη το νερό δεν έχει τη χημική σύσταση Η2Ο αλλά ΧΥΖ. Παρότι, δηλαδή, το νερό έχει τις ίδιες μακροσκοπικές ιδιότητες –είναι ένα άχρωμο άοσμο υγρό που ξεδιψά, σβήνει τη φωτιά κλπ.- και προσδιορίζεται με την ίδια περιγραφή, η πραγματική του υπόσταση διαφέρει στους δύο πλανήτες. Άρα η αναφορά (το περιεχόμενο) της λέξης «νερό» όταν εκφέρεται από τον Β δεν είναι το Η2Ο αλλά το ΧΥΖ. Έτσι λοιπόν, ενώ ο Α και ο Β βρίσκονται σε πανομοιότυπες ψυχολογικές καταστάσεις, όταν προφέρουν τη λέξη «νερό» αναφέρονται σε διαφορετικά πράγματα.
Έχει η έρευνα στις Νευροεπιστήμες φέρει στο φως τεκμήρια που θα μπορούσαν να πείσουν τον όποιον λογικό και καλοπροαίρετο άνθρωπο, τον Σωκράτη, ας πούμε, πως όπως ακριβώς η λύρα παράγει μουσική έτσι κι ο εγκέφαλός του παρήγαγε τη χαρά του για το επικείμενο ταξίδι του στα λημέρια των Θεών, η οποία χαρά, παρεμπιπτόντως, θα εξανεμίζονταν τη στιγμή που θα αποδέχονταν την παραπάνω πρόταση;
Γιατί χαίρεται ο Σωκράτης;
Μια πρώτη απάντηση από τη σκοπιά του λογικού και καλοπροαίρετου «αναγωγιστή» νευροεπιστήμονα θα ήταν ότι η χαρά του Σωκράτη οφείλεται στην ενεργοποίηση του συστήματος ανταμοιβής (reward system) του εγκεφάλου του, που με τη σειρά της ενεργοποιεί τις συγκινησιακές αντιδράσεις του οργανισμού. Από την ανακάλυψή του στον εγκέφαλο του επίμυ (Olds and Milner 1954), το σύστημα ανταμοιβής αποδείχτηκε ότι συμμετέχει στην γένεση ευχάριστων συναισθημάτων στον άνθρωπο (Heath 1964), ενώ μέσω του ενισχυτικού του ρόλου φαίνεται να εμπλέκεται και σε πιο σύνθετες συμπεριφορές, όπως στη μνήμη και τη μάθηση ( ) ή την εξάρτηση από εξαρτησιογόνες ουσίες (Koob and Le Moal 1997).
Μια τέτοιου τύπου άμεση αναγωγή μιας ψυχολογικής κατάστασης σε έναν εγκεφαλικό μηχανισμό, αν και μπορεί να εγείρει ενστάσεις ως προς ορισμένα μεθοδολογικά προβλήματα, αφήνει να διαφανεί ένα ακόμη σημαντικό πρόβλημα στη θέση του ερωτήματος αφετηρίας. Πρώτον, η αναγωγή μιας συγκινησιακής κατάστασης σε εγκεφαλικές καταστάσεις είναι μάλλον εύκολη σε σχέση με την αναγωγή νοητικών ή συνειδησιακών καταστάσεων. Δεύτερον, λόγω της φύσης των συγκινησιακών καταστάσεων, που περιλαμβάνουν αντιδράσεις του αυτόνομου νευρικού συστήματος (ΑΝΣ), μια τέτοια αναγωγή θα μπορούσε να είναι «εξαλειπτικού» χαρακτήρα, να ερμήνευε δηλαδή εξ ολοκλήρου τη χαρά στο εγκεφαλικό επίπεδο έτσι ώστε οι ψυχολογικές ερμηνείες να εξαλείφονταν. Τρίτον, αυτή η εξάλειψη αφορά τις «ψυχολογικές ερμηνείες» της χαράς και όχι την ίδια τη χαρά. Η χαρά δεν εξαλείφεται ως υποκειμενική εμπειρία (εφόσον η αναγωγή αφορά τη χαρά ως συγκινησιακή κατάσταση) άρα δεν υπάρχει περίπτωση να εξανεμισθεί, όπως τίθεται στο ερώτημα αφετηρίας. Ο «φόβος της αναγωγής» πιθανόν να οφείλεται σε αυτήν την παρανόηση, την οποία θα προσπαθήσουμε να διαλευκάνουμε και στη συνέχεια.
Οι νοητικές αναπαραστάσεις και οι ιδιότητές τους
Στην περίπτωση της χαράς ως συγκινησιακής κατάστασης ένας από τους λόγους της ευκολίας της αναγωγής στις εγκεφαλικές καταστάσεις είναι η ύπαρξη μιας κοινής γλώσσας περιγραφής των δύο επιπέδων, εφόσον, όπως είπαμε, οι συγκινησιακές καταστάσεις μπορούν να περιγραφούν με όρους αντιδράσεων του ΑΝΣ.[1][2] Στην περίπτωση όμως νοητικών ή συνειδησιακών καταστάσεων η κοινή γλώσσα δεν είναι δεδομένη και πρέπει να αναζητηθεί. Μια καλή αφετηρία λοιπόν για τη δυνατότητα της αναγωγής αυτών των καταστάσεων σε εγκεφαλικές καταστάσεις θα ήταν η διερεύνησή της μέσω της αναπαραστατικής θεωρίας του νου[2][3], η οποία αποτελεί το κοινό δόγμα της γνωσιακής επιστήμης. Η γνωσιακή επιστήμη συγκροτείται ως κοινό ερευνητικό πρόγραμμα τεσσάρων βασικών πεδίων, της γνωστικής ψυχολογίας, των νευροεπιστημών, της επιστήμης των ηλεκτρονικών υπολογιστών και της φιλοσοφίας του νου και ένα από τα βασικά αιτήματά της είναι ακριβώς η αναζήτηση κοινής γλώσσας περιγραφής των νοητικών φαινομένων στα επιμέρους επιστημονικά πεδία. Ένα επιπλέον πλεονέκτημα της αναπαραστατικής θεωρίας του νου είναι ότι πρόκειται για μια καλά δομημένη φυσικαλιστική (υλιστική) θεωρία των νοητικών φαινομένων, γεγονός που διευκολύνει τη διερεύνηση της δυνατότητας αναγωγής τους ή μη σε εγκεφαλικά φαινόμενα.
Πώς τίθενται λοιπόν οι όροι του ερωτήματος αφετηρίας με τους όρους της αναπαραστατικής θεωρίας του νου;
• O Σωκράτης χαίρεται επειδή πιστεύει ότι θα πάει στα λημέρια του θεού του.
• Ο θεός του Σωκράτη –ο Δίας– δεν υπάρχει (κι αυτό ίσως το γνώριζε και ο ίδιος).
• Εφόσον όμως χαίρεται για κάτι, το σκέφτεται, κι αυτό, έστω κι αν δεν υπάρχει, δεν είναι το ίδιο με το να μη σκέφτεται τίποτα.
• Το περιεχόμενο λοιπόν της πεποίθησής του υπάρχει σε ένα νοητικό χώρο (στη συνείδησή του, ας πούμε) και επηρεάζει τη συμπεριφορά του (χαίρεται, πίνει το κώνειο, κλπ.).
Η αναγνώριση εσωτερικών νοητικών στοιχείων που μπορούν και επηρεάζουν τη συμπεριφορά αποτελεί κοινό στοιχείων πολλών ψυχολογικών θεωριών μετά τη δεκαετία του 1950. Προήλθε από την αντίδραση στις αδυναμίες της κυρίαρχης τότε συμπεριφοριστικής (μπηχαβιοριστικής) ψυχολογίας, που αγνοούσε κάθε εσωτερικό παράγοντα στις απαντήσεις του οργανισμού και επικεντρωνόταν στην ανάλυση και τον έλεγχο των εξωτερικών ερεθισμάτων. Στην περίπτωση της αναπαραστατικής θεωρίας του νου τα εσωτερικά αυτά στοιχεία είναι οι γνώσεις, οι πεποιθήσεις, οι φόβοι, κλπ. των δρώντων υποκειμένων. Οι όροι αυτοί είναι δανεισμένοι από την «ψυχολογία του κοινού νου» ή «δημώδη ψυχολογία» (folk psychology), αν και, εκτός των γνώσεων, απαντώνται στην αναλυτική φιλοσοφία ως «προτασιακές ή αποβλεπτικές στάσεις» (propositional/intentional attitudes) (Brentano 1874/1973). Οι νοητικές αναπαραστάσεις είναι συμβολικές γλωσσικού-συντακτικού τύπου αναπαραστάσεις που έχουν ως περιεχόμενο τις γνώσεις ή τις προτασιακές στάσεις.
Η νοητική αναπαράσταση, είτε είναι αναπαράσταση για κάτι που υπάρχει είτε για κάτι που δεν υπάρχει, έχει αιτιολογικές ιδιότητες: στην περίπτωση του Σωκράτη προκαλεί χαρά (την ομολογεί ο ίδιος αλλά τη διαπιστώνουν και οι μαθητές του από το χαμόγελό του) και προκαλεί μια συμπεριφορά, πίνει το κώνειο. Η νοητική αναπαράσταση δηλαδή επιδρά στον υλικό κόσμο (στους μύες του προσώπου του όταν χαμογελάει και στους μύες του χεριού του όταν φέρνουν το κώνειο στο στόμα του) μέσω εγκεφαλικών περιοχών που ελέγχουν αυτές τις λειτουργίες.
Άρα η χαρά του Σωκράτη μπορεί να ερμηνευτεί με βάση την ενεργοποίηση του κέντρου ανταμοιβής του μεταιχμιακού συστήματος του εγκεφάλου (ή οποιουδήποτε άλλου κέντρου ελέγχει τη συγκινησιακή αντίδραση της χαράς) και η απόφασή του να πιει το κώνειο από την ενεργοποίηση των μετωπιαίων προκινητικών περιοχών που προγραμματίζουν τη συμπεριφορά. Αυτή η ενεργοποίηση δεν μπορεί παρά να γίνει μέσω εισόδων από άλλες εγκεφαλικές περιοχές, όπου θα υποθέσουμε ότι αναπαρίσταται η προσμονή του για το επικείμενο ταξίδι του στα λημέρια των Θεών.
Αυτό σημαίνει ότι η οντολογία του νου δεν διαφέρει από την οντολογία του κόσμου: Οι νοητικές αναπαραστάσεις, εφόσον επηρεάζουν την ανθρώπινη συμπεριφορά, θα πρέπει να έχουν υλικό φορέα ώστε να επιδρούν αιτιακά. Η άποψη αυτή, κυρίαρχη σήμερα στη φιλοσοφία του νου και τη γνωσιακή επιστήμη, είναι γνωστή ως θεωρία ταυτότητας: Τα νοητικά φαινόμενα δεν είναι τίποτε άλλο παρά εγκεφαλικά φαινόμενα (αρκετά εύλογη υπόθεση εφόσον εγκεφαλικές βλάβες προκαλούν νοητικές διαταραχές) (Smart 1959, Feigl 1958, Place 1956).[1][4]
Οι νοητικές αναπαραστάσεις όμως, εκτός από τις αιτιακές ιδιότητες τους (επηρεάζουν τη συμπεριφορά) έχουν και σημασιολογικές ιδιότητες. Είναι δηλαδή αληθείς ή ψευδείς. Αν, για παράδειγμα, κάποιος πιστεύει ότι η Γη είναι επίπεδη, η αντίστοιχη νοητική αναπαράσταση αναφέρεται σε μια υπαρκτή πεποίθηση, η οποία όμως έχει ψευδές περιεχόμενο. Οι σημασιολογικές ιδιότητες των νοητικών αναπαραστάσεων θέτουν το πρώτο και σημαντικότερο πρόβλημα της αναπαραστασιακής θεωρίας του νου: Πώς μπορεί κάτι υλικό να έχει σημασιολογικό περιεχόμενο (να σημαίνει κάτι, να είναι αληθές ή ψευδές, καλό ή κακό, ωραίο ή άσχημο); (Fodor 1990).
Η απάντηση του Fodor είναι να μην ασχοληθούμε με το ποιο είναι το περιεχόμενο των αναπαραστάσεων (κατανοημένο ως συνθήκες αλήθειας) αλλά να καθορίσουμε το τι θεμελιώνει τη σχέση αναπαράστασης-αναπαριστώμενου. Με άλλα λόγια, το ερώτημα στο οποίο καλείται να απαντήσει η αναπαραστασιακή θεωρία είναι: δυνάμει τίνος πράγματος μια εσωτερική κατάσταση αποκτά αναπαραστασιακό περιεχόμενο (Fodor 1990, σελ. 318).
Ατομισμός ή ιντερναλισμός («Εφόσον ο εγκέφαλος είναι μέσα στο κεφάλι, ο νους δεν θα μπορούσε να βρίσκεται κάπου αλλού»).
Η απάντηση σε αυτό το πρόβλημα θα ήταν να θεωρήσουμε τη σχέση των νοητικών φαινομένων με τα εγκεφαλικά φαινόμενα ως επιγένεση (supervenience) των νοητικών φαινομένων από τα εγκεφαλικά, όπως οι αιτιακές ιδιότητες ενός οποιουδήποτε πράγματος επιγίγνονται (supervene) στις φυσικές του ιδιότητες.[1][5] Κατά συνέπεια, αν η ψυχολογία θέλει να είναι επιστημονική, θα πρέπει οι νοητικές καταστάσεις ενός ατόμου να επιγίγνονται στις εγγενείς φυσικές του ιδιότητες: «Οι αιτιακές δυνάμεις επιγίγνονται στις τοπικές μικροδομές. Στην ψυχολογική περίπτωση επιγίγνονται στην τοπική νευρωνική δομή» (Fodor 1987, σελ. 45).
Σύμφωνα με τη θεωρία του ατομισμού, το περιεχόμενο των νοητικών αναπαραστάσεων μπορεί να περιγραφεί από τις αιτιακές σχέσεις τους, ανεξάρτητα από το αν υπάρχει ή όχι στο περιβάλλον του κάποιο συγκεκριμένο αντικείμενο ή ιδιότητα (ιντερναλισμός). Για την ατομιστική-ιντερναλιστική θεωρία του νοητικού περιεχομένου αυτό που έχει σημασία είναι το πώς το υποκείμενο αναπαριστά τον κόσμο του και όχι πώς αλήθεια είναι ο κόσμος. Αν πιστεύω, λόγου χάρη, ότι βλέπω ένα δέντρο και οι αιτιακές σχέσεις αυτής της νοητικής κατάστασης με τη συμπεριφορά με οδηγήσουν να συμπεριφερθώ σαν να βλέπω ένα δέντρο, τότε το περιεχόμενο της αντίστοιχης νοητικής αναπαράστασης είναι αληθές. Αυτό φαίνεται εύλογο, αν αναλογιστούμε ότι πολλές φορές έχουμε ψευδή συνείδηση, ψευδαισθήσεις ή πολλές φορές οι υπαρκτές νοητικές μας καταστάσεις αφορούν καταστάσεις πραγμάτων που δεν είναι υπαρκτές (π.χ. ο Δίας στην περίπτωση του Σωκράτη).Με τον ατομισμό-ιντερναλισμό διατηρείται η φυσιοκρατική εξήγηση για το πώς αποκτούν οι νοητικές αναπαραστάσεις το περιεχόμενό τους. Στο βαθμό που οι νοητικές καταστάσεις προκαλούν αλλαγές στην παρατηρήσιμη συμπεριφορά και έχουν περιεχόμενο που επιγίγνεται στις φυσικές ιδιότητες του εγκεφάλου, μπορούν να γίνουν αντικείμενο της νευροεπιστήμης. Εφόσον οι αναπαραστάσεις υπάρχουν κάπου στον εγκέφαλο και επηρεάζουν συγκεκριμένες δομές που σχετίζονται με τη συμπεριφορική έξοδο, θα μπορούσαμε ίσως στο μέλλον να τις εντοπίσουμε με εξελιγμένες νευροφυσιολογικές ή άλλες μεθόδους. Ένα όργανο λοιπόν των μελλοντικών νευροεπιστημόνων, το εγκεφαλοσκόπιο, θα μπορούσε να ανιχνεύσει τη νοητική αναπαράσταση από τις αιτιακές της επιδράσεις πάνω στη συμπεριφορά, θα εντόπιζε ανάδρομα τους εγκεφαλικούς μηχανισμούς που τη γεννούν και θα καθόριζε το περιεχόμενό της με βάση φυσικές ιδιότητες αυτών των μηχανισμών. Όσο φιλόδοξο και αν μοιάζει το πρόγραμμα ανάπτυξης του εγκεφαλοσκόπιου, είναι «θεωρητικά» δυνατό υπό τη θεωρία του ατομισμού και την παραδοχή της επιγένεσης.
Εξτερναλισμός («Οι σημασίες δεν βρίσκονται μέσα στο κεφάλι» -Putnam)
Τα πράγματα όμως περιπλέκονται αν ξαναγυρίσουμε στο ερώτημα αφετηρίας και ρωτήσουμε γιατί πραγματικά χαίρεται ο Σωκράτης. Ο Σωκράτης δεν χαίρεται γιατί απλώς θα πάει στα λημέρια του θεού του, αλλά γιατί θα πάει στα λημέρια του θεού του επειδή θα πιει το κώνειο, υπακούοντας στην απόφαση του δικαστηρίου. Η υπακοή του στην απόφαση του δικαστηρίου είναι μια πράξη που «πρέπει» να γίνει και ο Σωκράτης χαίρεται επειδή υπακούει στην αίσθηση δικαίου που υπερασπίστηκε σε ολόκληρη τη ζωή του.
Οι μαθητές του όμως λυπούνται. Γι’ αυτούς ο Σωκράτης «δεν πρέπει» να πιει το κώνειο γιατί η απόφαση του δικαστηρίου ήταν άδικη. Το εγκεφαλοσκόπιό μας –ή μάλλον ο χειριστής του– θα μπερδευόταν. Θα ανίχνευε στο εγκέφαλο του Σωκράτη μια αναπαράσταση της πρότασης «πιστεύω ότι η υπακοή στην απόφαση του δικαστηρίου είναι δίκαιη» με αληθές περιεχόμενο (εφόσον οδηγεί σε συγκεκριμένη συμβατή συμπεριφορά –χαρά, την παραμονή στη φυλακή) και στον εγκέφαλο του Κρίτωνα μια αναπαράσταση της πρότασης «πιστεύω ότι η υπακοή στην απόφαση του δικαστηρίου είναι άδικη» με αληθές περιεχόμενο (εφόσον οδηγεί σε πάλι σε συμβατή συμπεριφορά –λύπη, προτροπή δραπέτευσης). Δυο λογικά αντίθετες προτάσεις, από τη σκοπιά του (εξωτερικού) τρίτου προσώπου, είναι και οι δύο αληθείς.
Ο υποστηρικτής της θεωρίας του ατομικισμού θα έλεγε ότι εφόσον αυτό που έχει σημασία είναι το πώς το υποκείμενο αναπαριστά τον κόσμο του και όχι πώς αλήθεια είναι ο κόσμος, η έννοια της ψευδούς συνείδησης αποτελεί πρόβλημα του εγκεφαλοσκόπιου ή του χρήστη του και όχι των δρώντων υποκειμένων.
Εάν όμως το σύμβολο δεν παραπέμπει από μόνο του στο αναπαριστώμενο –εάν δηλαδή μια νοητική αναπαράσταση δεν παραπέμπει από μόνη της στην αλήθεια της πρότασης που έχει ως περιεχόμενό της– και χρειάζεται κάποιον ερμηνευτή-χρήστη, τότε χάνεται η φυσιοκρατική εξήγηση. Σε αυτήν την περίπτωση θα χρησιμοποιούνταν δηλαδή οι προτασιακές στάσεις του χρήστη-ερμηνευτή για να εξηγηθεί η λειτουργία και το περιεχόμενο των νοητικών αναπαραστάσεων. Για να λυθούν τα παράδοξα των ψευδών αναπαραστάσεων, των διαφορετικών αναπαραστάσεων από παρόμοια ερεθίσματα και η ανάγκη του χρήστη-ερμηνευτή (για να διατηρηθεί δηλαδή η φυσικαλιστική ερμηνεία του περιεχομένου των αναπαραστάσεων) η αναπαραστατική θεωρία του νου φαίνεται να ευνοεί τις αποκαλούμενες εξτερναλιστικές προσεγγίσεις.
Σύμφωνα με τους υποστηρικτές του εξτερναλισμού, το περιεχόμενο των νοητικών αναπαραστάσεων είναι «ευρύ», δεν εξαρτάται μόνο από τα εγγενή (intrinsic) χαρακτηριστικά του υποκειμένου, αλλά και από την ιστορία του και το φυσικό και κοινωνικό του περιβάλλον. Αφετηρία των εξτερναλιστικών απόψεων αποτελεί το περιβόητο νοητικό πείραμα της «δίδυμης Γης» του Hillary Putnam (1975),[1][6] με το οποίο έδειξε ότι η σημασία των λέξεων δεν καθορίζεται από τις ψυχολογικές καταστάσεις του χρήστη των λέξεων: «meanings just ain’t in the head” (Putman 1975, σελ. 227).
Στο πλαίσιο της αναπαραστατικής θεωρίας η σημασιολογία της γλώσσας είναι εύκολο να μετατραπεί σε σημασιολογία της νόησης, επειδή σύμφωνα με την επικρατούσα φοντοριανή νοητική αρχιτεκτονική ο νους είναι δομημένος ως γλώσσα. Ό,τι ισχύει λοιπόν για τις λέξεις της φυσικής γλώσσας ισχύει και για τις «λέξεις» της νοητικής γλώσσας, δηλαδή τις νοητικές αναπαραστάσεις. Από αυτήν την αναλογία προέκυψε το σύνθημα της εξτερναλιστικής θεωρίας: «οι νοητικές αναπαραστάσεις δεν είναι μέσα στο κεφάλι» (McGinn 1989, σελ. 31).
Σύμφωνα λοιπόν με την αντι-ατομιστική θεωρία του εξτερναλισμού, το υποθετικό μας εγκεφαλοσκόπιο δεν μπορεί να αποκαλύψει το ευρύ περιεχόμενο (τις σημασίες) των νοητικών αναπαραστάσεων, γιατί αυτό δεν βρίσκεται μέσα στο κεφάλι. Στην περίπτωση των πανομοιότυπων ανθρώπων που ζουν στη Γη και τη δίδυμη Γη του Putnam, δεν μπορεί από τις σχετικές αναπαραστάσεις του νερού μέσα στον εγκέφαλό τους να αποδώσει το σωστό περιεχόμενο Η2Ο ή ΧΥΖ εάν δεν διαθέτει μια βάση δεδομένων εξωτερική ως προς τα δύο υποκείμενα, γιατί η αλήθεια (η σημασία) αυτού του πεεριεχομένου βρίσκεται στο φυσικό περιβάλλον. Στην περίπτωση του Σωκράτη και των μαθητών του, το εγκεφαλοσκόπιο δεν μπορεί να ανιχνεύσει τη σημασία (την αλήθεια) του περιεχομένου των πεποιθήσεων που προκαλούν τη χαρά και λύπη αντίστοιχα, γιατί αυτή βρίσκεται σε έννοιες και αξίες που αναπαρίστανται μεν στον εγκέφαλό τους, αλλά προέρχονται από το κοινωνικό περιβάλλον.
[1][6] Ο Α και ο Β είναι δυο πανομοιότυποι άνθρωποι μόριο προς μόριο, που βρίσκονται ο ένας στη Γη και ο άλλος σε έναν πλανήτη ενός «δυνατού» κόσμου –τη δίδυμη Γη- ο οποίος είναι φαινομενικά πανομοιότυπος με τη Γη. Επίσης, τόσο ο Α όσο και ο Β, οι οποίοι δεν γνωρίζουν τη χημική σύσταση του νερού, όταν αναφέρονται στο νερό χρησιμοποιούν τη λέξη «νερό». Ωστόσο, οι δύο πλανήτες, παρότι φαινομενικά (δηλαδή μακροσκοπικά) πανομοιότυποι, διαφέρουν ως προς τη μοριακή σύσταση του νερού: στη δίδυμη Γη το νερό δεν έχει τη χημική σύσταση Η2Ο αλλά ΧΥΖ. Παρότι, δηλαδή, το νερό έχει τις ίδιες μακροσκοπικές ιδιότητες –είναι ένα άχρωμο άοσμο υγρό που ξεδιψά, σβήνει τη φωτιά κλπ.- και προσδιορίζεται με την ίδια περιγραφή, η πραγματική του υπόσταση διαφέρει στους δύο πλανήτες. Άρα η αναφορά (το περιεχόμενο) της λέξης «νερό» όταν εκφέρεται από τον Β δεν είναι το Η2Ο αλλά το ΧΥΖ. Έτσι λοιπόν, ενώ ο Α και ο Β βρίσκονται σε πανομοιότυπες ψυχολογικές καταστάσεις, όταν προφέρουν τη λέξη «νερό» αναφέρονται σε διαφορετικά πράγματα.
ΤΑ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΑ ΤΩΝ ΨΥΧΙΚΑ ΑΣΘΕΝΩΝ
Α. ΓΕΝΙΚΗ ΘΕΩΡΗΣΗ. ΘΕΣΜΙΚΟ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝ.
1991: η πρώτη σημαντική νομική προσπάθεια προστασίας των δικαιωμάτων των ψυχικά ασθενώνΣημαντική νομική προσπάθεια προστασίας των δικαιωμάτων των ψυχικά πασχόντων αποτελεί η Απόφαση 46/119 της Γενικής Συνέλευσης των Ηνωμένων Εθνών για την Προστασία των Προσώπων με Ψυχική Νόσο και τη Βελτίωση της Φροντίδας για την Ψυχική Υγεία, που υιοθετήθηκε στις 17 Δεκεμβρίου 1991 (βλ Παράρτημα).
Η Απόφαση αυτή καθορίζει ένα σύνολο βασικών δικαιωμάτων που θεωρούνται διεθνώς απαραβίαστα και συσχετίζονται με προηγούμενα συναφή γενικότερου ενδιαφέροντος κείμενα για την προστασία των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, όπως είναι :
► Η Οικουμενική Διακήρυξη των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων (10 Δεκεμβρίου 1948),
► Το Διεθνές Σύμφωνο για τα Ατομικά και Πολιτικά Δικαιώματα (19 Δεκεμβρίου 1966) που κυρώθηκε από την Ελλάδα με τον Ν. 1532/1985 και το Προαιρετικό Πρωτόκολλο αυτού και
► Το Διεθνές Σύμφωνο για τα Οικονομικά, Κοινωνικά και Πολιτιστικά Δικαιώματα (3 Ιανουαρίου 1976), τα οποία συνιστούν ως ενότητα το Διεθνή Χάρτη Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων.
Το θεσμικό αυτό περιβάλλον συμπληρώνεται και συνεργάζεται με ειδικότερου χαρακτήρα διεθνή κείμενα, άμεσα ή έμμεσα δεσμευτικού χαρακτήρα, όπως είναι:
► Η Διακήρυξη της Χαβάης/II (Διεθνές Συνέδριο Ψυχιατρικής 1977/1983),
► Η Πρόταση Κανονισμού R 83/2 για την Προστασία Προσώπων που πάσχουν από Ψυχική Διαταραχή και εισάγονται ως Ακούσιοι Πάσχοντες που έγινε αποδεκτή από την Επιτροπή των Υπουργών του Συμβουλίου της Ευρώπης (22 Φεβρουαρίου 1983),
► Η Διακήρυξη για τα Δικαιώματα και Νομική Προστασία του Ψυχικά Ασθενούς (Γ.Σ. της Παγκόσμιας Ψυχιατρικής Εταιρίας στην Αθήνα στις 17 Οκτωβρίου 1989),
► Η Σύσταση 1235 της Κοινοβουλευτικής Ολομέλειας του Συμβουλίου της Ευρώπης (12 Απριλίου 1994),
► Η Διακήρυξη της Μαδρίτης για τους Κανόνες της Δεοντολογίας και την Ψυχιατρική Πρακτική (Γ.Σ. της Παγκόσμιας Ψυχιατρικής Εταιρίας στις 25 Αυγούστου 1996),
► Το Ψήφισμα του Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης για την προαγωγή της ψυχικής υγείας (18 Νoεμβρίου 1999),
► Η ΄΄Λευκή Βίβλος΄΄ για την προστασία των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και της αξιοπρέπειας ατόμων που πάσχουν από ψυχική διαταραχή και ειδικότερα αυτών που τοποθετούνται ακουσίως σε ψυχιατρικά ιδρύματα (κείμενο που συνέταξε το 2000 η ομάδα εργασίας για την Ψυχιατρική και τα Ανθρώπινα Δικαιώματα στο πλαίσιο της Επιτροπής Βιοηθικής του Συμβουλίου της Ευρώπης) και
► Η Σύσταση (2004) 10 της Επιτροπής Υπουργών του Συμβουλίου της Ευρώπης σχετικά με την προστασία των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και της αξιοπρέπειας των ατόμων με ψυχικές διαταραχές (22 Σεπτεμβρίου 2004).
Σε εθνικό επίπεδο δεν πρέπει να παραγνωρίζονται οι σχετικές με τα ατομικά και κοινωνικά δικαιώματα διατάξεις του Συντάγματος 1975/1986/2001, οι οποίες έχουν άμεση εφαρμογή και αφορούν το σύνολο του πληθυσμού ανεξαρτήτως της κατάστασης της υγείας του, η οποία δεν αποτελεί σε καμία περίπτωση προϋπόθεση για την εφαρμογή τους.
Η βασική πιο πάνω Απόφαση 46/119 (1991) της Γενικής Συνέλευσης του ΟΗΕ αποτελείται από 25 Αρχές που αναφέρονται στα πολιτικά δικαιώματα και διαδικασίες και στην πρόσβαση στην περίθαλψη και την ποιότητα αυτής, οι οποίες εφαρμόζονται χωρίς κανενός είδους διάκριση ως προς την αναπηρία, την εθνικότητα, το φύλο, το χρώμα, τη γλώσσα, τη θρησκεία, πολιτικές ή άλλες απόψεις, εθνική, νομική ή κοινωνική υπόσταση, ηλικία ή περιουσία. Η εφαρμογή των αρχών αυτών υπόκειται μόνο σε περιορισμούς της νομοθεσίας για την προστασία της υγείας ή της ασφάλειας του ίδιου του ατόμου ή τρίτων ή για την προστασία της δημόσιας ασφάλειας, τάξης, υγείας ή ηθικής και των βασικών δικαιωμάτων και ελευθεριών των άλλων.
Ο ψυχικά ασθενής πρέπει να απολαμβάνει το σύνολο των ατομικών ελευθεριών και δικαιωμάτων, ο δε περιορισμός αυτών θα πρέπει να υπόκειται σε σαφείς νομικές προϋποθέσειςΟι αρχές αυτές ορίζουν τις βασικές ελευθερίες και δικαιώματα των ψυχικά πασχόντων, την προστασία των ανηλίκων, τα κριτήρια για τον προσδιορισμό της ψυχικής ασθένειας, την προστασία του ιατρικού απόρρητου, τις προϋποθέσεις περίθαλψης, όπως το δικαίωμα για κατάλληλη και αναγκαία φροντίδα της υγείας, για ανάλογη θεραπεία και φαρμακευτική αγωγή, της απαιτούμενης κατά περίπτωση συναίνεσης του ασθενούς στην προτεινόμενη θεραπεία, την γνωστοποίηση των δικαιωμάτων των ψυχικά ασθενών στους χώρους περίθαλψης, τους πόρους για τις υπηρεσίες ψυχικής υγείας, τη δημιουργία σωμάτων ελέγχου, τις διαδικαστικές εγγυήσεις και ασφαλιστικές δικλείδες που πρέπει να λαμβάνονται για την προστασία των δικαιωμάτων των ψυχικά ασθενών, την πρόσβαση του ασθενούς σε πληροφορίες που αφορούν την υγεία του και την προστασία των δικαιωμάτων των ποινικών παραβατών ψυχικά ασθενών.
Όλα τα παραπάνω συνδέονται με το γενικότερο μεταπολεμικό κλίμα της αναγνώρισης καταρχήν και της προάσπισης ανθρωπίνων δικαιωμάτων στους ψυχικά πάσχοντες και τις απαρχές της ψυχιατρικής μεταρρύθμισης, που συνίσταται στη μετάβαση από την ασυλική στην κοινοτική ψυχιατρική.
Είναι αλήθεια ότι οι ψυχικά πάσχοντες σε περιόδους έντασης ανελεύθερων καθεστώτων αποτέλεσαν προνομιακό πεδίο βαρβαροτήτων και παραβίασης βασικών ανθρωπίνων δικαιωμάτων, που εκδηλώθηκαν με τα προγράμματα ευθανασίας των ψυχικά πασχόντων (όπως το πρόγραμμα Aktion T4 της ναζιστικής Γερμανίας ή το πρόγραμμα “παθητικής ευθανασίας” της φασιστικής Ιταλίας) ή με την καταδίκη των ψυχικά πασχόντων σε θάνατο από πείνα στη Γαλλία από την κυβέρνηση του Βισύ.
Είναι ακόμη αλήθεια ότι στο παρελθόν οι συνθήκες “νοσηλείας” ψυχικά πασχόντων στην Ελλάδα χαρακτηρίσθηκαν από την απουσία οιασδήποτε μέριμνας για τα δικαιώματα των ασθενών, ιδιαίτερα μάλιστα εάν ληφθούν υπόψη αμφισβητούμενες επιστημονικά “θεραπευτικές μέθοδοι” που χρησιμοποιήθηκαν και οι οποίες δεν είναι μακρύς ο χρόνος που οδήγησαν στην εξέγερση διεθνών επιτροπών και την έντονη αποδοκιμασία της χώρας.
1991: η πρώτη σημαντική νομική προσπάθεια προστασίας των δικαιωμάτων των ψυχικά ασθενώνΣημαντική νομική προσπάθεια προστασίας των δικαιωμάτων των ψυχικά πασχόντων αποτελεί η Απόφαση 46/119 της Γενικής Συνέλευσης των Ηνωμένων Εθνών για την Προστασία των Προσώπων με Ψυχική Νόσο και τη Βελτίωση της Φροντίδας για την Ψυχική Υγεία, που υιοθετήθηκε στις 17 Δεκεμβρίου 1991 (βλ Παράρτημα).
Η Απόφαση αυτή καθορίζει ένα σύνολο βασικών δικαιωμάτων που θεωρούνται διεθνώς απαραβίαστα και συσχετίζονται με προηγούμενα συναφή γενικότερου ενδιαφέροντος κείμενα για την προστασία των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, όπως είναι :
► Η Οικουμενική Διακήρυξη των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων (10 Δεκεμβρίου 1948),
► Το Διεθνές Σύμφωνο για τα Ατομικά και Πολιτικά Δικαιώματα (19 Δεκεμβρίου 1966) που κυρώθηκε από την Ελλάδα με τον Ν. 1532/1985 και το Προαιρετικό Πρωτόκολλο αυτού και
► Το Διεθνές Σύμφωνο για τα Οικονομικά, Κοινωνικά και Πολιτιστικά Δικαιώματα (3 Ιανουαρίου 1976), τα οποία συνιστούν ως ενότητα το Διεθνή Χάρτη Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων.
Το θεσμικό αυτό περιβάλλον συμπληρώνεται και συνεργάζεται με ειδικότερου χαρακτήρα διεθνή κείμενα, άμεσα ή έμμεσα δεσμευτικού χαρακτήρα, όπως είναι:
► Η Διακήρυξη της Χαβάης/II (Διεθνές Συνέδριο Ψυχιατρικής 1977/1983),
► Η Πρόταση Κανονισμού R 83/2 για την Προστασία Προσώπων που πάσχουν από Ψυχική Διαταραχή και εισάγονται ως Ακούσιοι Πάσχοντες που έγινε αποδεκτή από την Επιτροπή των Υπουργών του Συμβουλίου της Ευρώπης (22 Φεβρουαρίου 1983),
► Η Διακήρυξη για τα Δικαιώματα και Νομική Προστασία του Ψυχικά Ασθενούς (Γ.Σ. της Παγκόσμιας Ψυχιατρικής Εταιρίας στην Αθήνα στις 17 Οκτωβρίου 1989),
► Η Σύσταση 1235 της Κοινοβουλευτικής Ολομέλειας του Συμβουλίου της Ευρώπης (12 Απριλίου 1994),
► Η Διακήρυξη της Μαδρίτης για τους Κανόνες της Δεοντολογίας και την Ψυχιατρική Πρακτική (Γ.Σ. της Παγκόσμιας Ψυχιατρικής Εταιρίας στις 25 Αυγούστου 1996),
► Το Ψήφισμα του Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης για την προαγωγή της ψυχικής υγείας (18 Νoεμβρίου 1999),
► Η ΄΄Λευκή Βίβλος΄΄ για την προστασία των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και της αξιοπρέπειας ατόμων που πάσχουν από ψυχική διαταραχή και ειδικότερα αυτών που τοποθετούνται ακουσίως σε ψυχιατρικά ιδρύματα (κείμενο που συνέταξε το 2000 η ομάδα εργασίας για την Ψυχιατρική και τα Ανθρώπινα Δικαιώματα στο πλαίσιο της Επιτροπής Βιοηθικής του Συμβουλίου της Ευρώπης) και
► Η Σύσταση (2004) 10 της Επιτροπής Υπουργών του Συμβουλίου της Ευρώπης σχετικά με την προστασία των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και της αξιοπρέπειας των ατόμων με ψυχικές διαταραχές (22 Σεπτεμβρίου 2004).
Σε εθνικό επίπεδο δεν πρέπει να παραγνωρίζονται οι σχετικές με τα ατομικά και κοινωνικά δικαιώματα διατάξεις του Συντάγματος 1975/1986/2001, οι οποίες έχουν άμεση εφαρμογή και αφορούν το σύνολο του πληθυσμού ανεξαρτήτως της κατάστασης της υγείας του, η οποία δεν αποτελεί σε καμία περίπτωση προϋπόθεση για την εφαρμογή τους.
Η βασική πιο πάνω Απόφαση 46/119 (1991) της Γενικής Συνέλευσης του ΟΗΕ αποτελείται από 25 Αρχές που αναφέρονται στα πολιτικά δικαιώματα και διαδικασίες και στην πρόσβαση στην περίθαλψη και την ποιότητα αυτής, οι οποίες εφαρμόζονται χωρίς κανενός είδους διάκριση ως προς την αναπηρία, την εθνικότητα, το φύλο, το χρώμα, τη γλώσσα, τη θρησκεία, πολιτικές ή άλλες απόψεις, εθνική, νομική ή κοινωνική υπόσταση, ηλικία ή περιουσία. Η εφαρμογή των αρχών αυτών υπόκειται μόνο σε περιορισμούς της νομοθεσίας για την προστασία της υγείας ή της ασφάλειας του ίδιου του ατόμου ή τρίτων ή για την προστασία της δημόσιας ασφάλειας, τάξης, υγείας ή ηθικής και των βασικών δικαιωμάτων και ελευθεριών των άλλων.
Ο ψυχικά ασθενής πρέπει να απολαμβάνει το σύνολο των ατομικών ελευθεριών και δικαιωμάτων, ο δε περιορισμός αυτών θα πρέπει να υπόκειται σε σαφείς νομικές προϋποθέσειςΟι αρχές αυτές ορίζουν τις βασικές ελευθερίες και δικαιώματα των ψυχικά πασχόντων, την προστασία των ανηλίκων, τα κριτήρια για τον προσδιορισμό της ψυχικής ασθένειας, την προστασία του ιατρικού απόρρητου, τις προϋποθέσεις περίθαλψης, όπως το δικαίωμα για κατάλληλη και αναγκαία φροντίδα της υγείας, για ανάλογη θεραπεία και φαρμακευτική αγωγή, της απαιτούμενης κατά περίπτωση συναίνεσης του ασθενούς στην προτεινόμενη θεραπεία, την γνωστοποίηση των δικαιωμάτων των ψυχικά ασθενών στους χώρους περίθαλψης, τους πόρους για τις υπηρεσίες ψυχικής υγείας, τη δημιουργία σωμάτων ελέγχου, τις διαδικαστικές εγγυήσεις και ασφαλιστικές δικλείδες που πρέπει να λαμβάνονται για την προστασία των δικαιωμάτων των ψυχικά ασθενών, την πρόσβαση του ασθενούς σε πληροφορίες που αφορούν την υγεία του και την προστασία των δικαιωμάτων των ποινικών παραβατών ψυχικά ασθενών.
Όλα τα παραπάνω συνδέονται με το γενικότερο μεταπολεμικό κλίμα της αναγνώρισης καταρχήν και της προάσπισης ανθρωπίνων δικαιωμάτων στους ψυχικά πάσχοντες και τις απαρχές της ψυχιατρικής μεταρρύθμισης, που συνίσταται στη μετάβαση από την ασυλική στην κοινοτική ψυχιατρική.
Είναι αλήθεια ότι οι ψυχικά πάσχοντες σε περιόδους έντασης ανελεύθερων καθεστώτων αποτέλεσαν προνομιακό πεδίο βαρβαροτήτων και παραβίασης βασικών ανθρωπίνων δικαιωμάτων, που εκδηλώθηκαν με τα προγράμματα ευθανασίας των ψυχικά πασχόντων (όπως το πρόγραμμα Aktion T4 της ναζιστικής Γερμανίας ή το πρόγραμμα “παθητικής ευθανασίας” της φασιστικής Ιταλίας) ή με την καταδίκη των ψυχικά πασχόντων σε θάνατο από πείνα στη Γαλλία από την κυβέρνηση του Βισύ.
Είναι ακόμη αλήθεια ότι στο παρελθόν οι συνθήκες “νοσηλείας” ψυχικά πασχόντων στην Ελλάδα χαρακτηρίσθηκαν από την απουσία οιασδήποτε μέριμνας για τα δικαιώματα των ασθενών, ιδιαίτερα μάλιστα εάν ληφθούν υπόψη αμφισβητούμενες επιστημονικά “θεραπευτικές μέθοδοι” που χρησιμοποιήθηκαν και οι οποίες δεν είναι μακρύς ο χρόνος που οδήγησαν στην εξέγερση διεθνών επιτροπών και την έντονη αποδοκιμασία της χώρας.
Τρίτη 6 Ιανουαρίου 2009
Tι είναι ακριβώς η Διαταραχή Πανικού;
H διαταραχή πανικού χαρακτηρίζεται από υποτροπιάζουσες κρίσεις σοβαρού άγχους (πανικού). Οι κρίσεις αυτές δεν περιορίζονται σε ορισμένες συνθήκες ή καταστάσεις και διαρκούν μερικά λεπτά. Τα κυρίαρχα συμπτώματα περιλαμβάνουν αιφνίδια έναρξη καρδιακών παλμών, πόνου στο στήθος, αισθήματος πνιγμού, ζάλης και αισθημάτων φυγής από την πραγματικότητα. Συχνά υπάρχει επίσης υποδεέστερος φόβος θανάτου, απώλειας ελέγχου ή επερχόμενης τρέλας. Ο ασθενής που υφίσταται μία κρίση πανικού, συχνά αισθάνεται μία κορύφωση του φόβου και των σωματικών συμπτωμάτων, που καταλήγουν σε μία βεβιασμένη έξοδο από την κατάσταση που τα προκαλεί. Μία προσβολή, συχνά ακολουθείται από τον επίμονο φόβο μιας άλλης κρίσης. Συχνές, απρόβλεπτες κρίσεις πανικού προκαλούν στον πάσχοντα έναν φαύλο κύκλο: φοβάται να μένει μόνος του ή φοβάται να πηγαίνει σε δημόσια μέρη, κατάσταση που καλείται αγοραφοβία.
Τι προκαλεί την Διαταραχή Πανικού;
Εκτιμάται ότι η διαταραχή πανικού επηρεάζεται γενετικώς και πως βιολογικοί παράγοντες διαδραματίζουν σημαντικό ρόλο σε αυτήν. Η διαταραχή πανικού επηρεάζεται επίσης από ψυχολογικές και συμπεριφορικές καταστάσεις της ζωής του ασθενούς.
Ποια είναι τα συμπτώματα της Διαταραχής Πανικού;
Η διαταραχή πανικού χαρακτηρίζεται από την ξαφνική και απρόσμενη εμφάνιση προσβολών και κρίσεων πανικού. Οι προσβολές είναι κατά κανόνα βραχυχρόνιας διάρκειας περίοδοι – συνήθως λιγότερο της ώρας – οι οποίες χαρακτηρίζονται από έντονο άγχος και φόβο και συνοδεύονται από σωματικά συμπτώματα, όπως αίσθημα καρδιακών παλμών και ταχύπνοια.
Προσβολές πανικού μπορεί να παρουσιαστούν και σε ασθενείς με άλλες ψυχικές διαταραχές, όπως οι συναισθηματικές διαταραχές, αλλά και σε σωματικού τύπου νοσηρές καταστάσεις, όπως κατά την απόσυρση από ουσίες ή ακόμα και στην κατάσταση μέθης. Η εμφάνιση μιας προσβολής πανικού δεν προϋποθέτει κατ’ ανάγκη τη διάγνωση της διαταραχής πανικού. Για να τεθεί η διάγνωση αυτή ο ασθενής πρέπει να παρουσιάζει επανειλημμένες κρίσεις πανικού.
Η συχνότητα εμφάνισης των προσβολών πανικού ποικίλει από ολιγάριθμες κρίσεις, κατά τη διάρκεια ενός έτους, μέχρι επανειλημμένες κρίσεις κατά τη διάρκεια μιας ημέρας. Συμπτωματολογία, που σε σημαντικό βαθμό καλύπτει, την κλινική εικόνα του σημερινού όρου της διαταραχής πανικού.
Η εικόνα αυτή είχε περιγραφεί από το 1880, σε στρατιώτες του αμερικανικού εμφυλίου πολέμου και ήταν γνωστή σαν σύνδρομο DaCosta. H κλινική εικόνα της οξείας αγχώδους νεύρωσης, που το 1895 καθιέρωσε ο Freud, ανταποκρίνεται επίσης στα διαγνωστικά χαρακτηριστικά της ψυχοπαθολογικής αυτής κατάστασης. Πίνακας 1.Διαγνωστικά Kριτήρια για προσβολή πανικού (DSM-IV).
Μια διακριτή χρονική περίοδος έντονου φόβου ή δυσφορίας, κατά τη διάρκεια της οποίας τέσσερα (ή περισσότερα) από τα ακόλουθα συμπτώματα αναπτύσσονται αιφνίδια και κορυφώνονται μέσα σε δέκα λεπτά:
1. Αίσθημα καρδιακών παλμών, έντονοι κτύποι της καρδιάς ή επιτάχυνση του καρδιακού ρυθμού2. Εφίδρωση 3. Τρόμος ή τινάγματα4. Κοντανάσασμα ή αίσθημα έλλειψης αέρα5. Αίσθημα πνιγμονής 6. Πόνος ή δυσφορία στο στήθος7. Κοιλιακή δυσφορία ή ναυτία8. Αίσθημα ζάλης, αστάθειας, ναυτίας ή λιποθυμίας 9. Αποπροσωποποιητικά ή αποπραγματιστικά βιώματα 10. Φόβοι απώλειας ελέγχου ή επέλευσης τρέλας 11. Φόβοι επερχόμενου θανάτου12. Μουδιάσματα ή τσιμπήματα13. Ρίγη ή φουντώματα
Ποιες είναι οι διαθέσιμες θεραπευτικές επιλογές;
Ψυχοθεραπεία. Από τις διάφορες ψυχοθεραπευτικές προσεγγίσεις, αυτή που φαίνεται ως η πλέον αποτελεσματική είναι η συμπεριφορική/γνωσιακή ψυχοθεραπεία, μόνη της ή σε συνδυασμό με φαρμακοθεραπεία
Φαρμακοθεραπεία.
Για περισσότερες πληροφορίες σχετικά με τη νόσο και τη θεραπευτική αντιμετώπισή της παρακαλούμε να απευθύνεστε στον προσωπικό σας ιατρό καθώς κάθε ασθενής είναι μία ξεχωριστή περίπτωση και η θεραπευτική αντιμετώπιση που θα ακολουθηθεί εξαρτάται από πολλούς παράγοντες, που μόνον ο θεράπων ιατρός είναι σε θέση να γνωρίζει και να αξιολογεί.
H διαταραχή πανικού χαρακτηρίζεται από υποτροπιάζουσες κρίσεις σοβαρού άγχους (πανικού). Οι κρίσεις αυτές δεν περιορίζονται σε ορισμένες συνθήκες ή καταστάσεις και διαρκούν μερικά λεπτά. Τα κυρίαρχα συμπτώματα περιλαμβάνουν αιφνίδια έναρξη καρδιακών παλμών, πόνου στο στήθος, αισθήματος πνιγμού, ζάλης και αισθημάτων φυγής από την πραγματικότητα. Συχνά υπάρχει επίσης υποδεέστερος φόβος θανάτου, απώλειας ελέγχου ή επερχόμενης τρέλας. Ο ασθενής που υφίσταται μία κρίση πανικού, συχνά αισθάνεται μία κορύφωση του φόβου και των σωματικών συμπτωμάτων, που καταλήγουν σε μία βεβιασμένη έξοδο από την κατάσταση που τα προκαλεί. Μία προσβολή, συχνά ακολουθείται από τον επίμονο φόβο μιας άλλης κρίσης. Συχνές, απρόβλεπτες κρίσεις πανικού προκαλούν στον πάσχοντα έναν φαύλο κύκλο: φοβάται να μένει μόνος του ή φοβάται να πηγαίνει σε δημόσια μέρη, κατάσταση που καλείται αγοραφοβία.
Τι προκαλεί την Διαταραχή Πανικού;
Εκτιμάται ότι η διαταραχή πανικού επηρεάζεται γενετικώς και πως βιολογικοί παράγοντες διαδραματίζουν σημαντικό ρόλο σε αυτήν. Η διαταραχή πανικού επηρεάζεται επίσης από ψυχολογικές και συμπεριφορικές καταστάσεις της ζωής του ασθενούς.
Ποια είναι τα συμπτώματα της Διαταραχής Πανικού;
Η διαταραχή πανικού χαρακτηρίζεται από την ξαφνική και απρόσμενη εμφάνιση προσβολών και κρίσεων πανικού. Οι προσβολές είναι κατά κανόνα βραχυχρόνιας διάρκειας περίοδοι – συνήθως λιγότερο της ώρας – οι οποίες χαρακτηρίζονται από έντονο άγχος και φόβο και συνοδεύονται από σωματικά συμπτώματα, όπως αίσθημα καρδιακών παλμών και ταχύπνοια.
Προσβολές πανικού μπορεί να παρουσιαστούν και σε ασθενείς με άλλες ψυχικές διαταραχές, όπως οι συναισθηματικές διαταραχές, αλλά και σε σωματικού τύπου νοσηρές καταστάσεις, όπως κατά την απόσυρση από ουσίες ή ακόμα και στην κατάσταση μέθης. Η εμφάνιση μιας προσβολής πανικού δεν προϋποθέτει κατ’ ανάγκη τη διάγνωση της διαταραχής πανικού. Για να τεθεί η διάγνωση αυτή ο ασθενής πρέπει να παρουσιάζει επανειλημμένες κρίσεις πανικού.
Η συχνότητα εμφάνισης των προσβολών πανικού ποικίλει από ολιγάριθμες κρίσεις, κατά τη διάρκεια ενός έτους, μέχρι επανειλημμένες κρίσεις κατά τη διάρκεια μιας ημέρας. Συμπτωματολογία, που σε σημαντικό βαθμό καλύπτει, την κλινική εικόνα του σημερινού όρου της διαταραχής πανικού.
Η εικόνα αυτή είχε περιγραφεί από το 1880, σε στρατιώτες του αμερικανικού εμφυλίου πολέμου και ήταν γνωστή σαν σύνδρομο DaCosta. H κλινική εικόνα της οξείας αγχώδους νεύρωσης, που το 1895 καθιέρωσε ο Freud, ανταποκρίνεται επίσης στα διαγνωστικά χαρακτηριστικά της ψυχοπαθολογικής αυτής κατάστασης. Πίνακας 1.Διαγνωστικά Kριτήρια για προσβολή πανικού (DSM-IV).
Μια διακριτή χρονική περίοδος έντονου φόβου ή δυσφορίας, κατά τη διάρκεια της οποίας τέσσερα (ή περισσότερα) από τα ακόλουθα συμπτώματα αναπτύσσονται αιφνίδια και κορυφώνονται μέσα σε δέκα λεπτά:
1. Αίσθημα καρδιακών παλμών, έντονοι κτύποι της καρδιάς ή επιτάχυνση του καρδιακού ρυθμού2. Εφίδρωση 3. Τρόμος ή τινάγματα4. Κοντανάσασμα ή αίσθημα έλλειψης αέρα5. Αίσθημα πνιγμονής 6. Πόνος ή δυσφορία στο στήθος7. Κοιλιακή δυσφορία ή ναυτία8. Αίσθημα ζάλης, αστάθειας, ναυτίας ή λιποθυμίας 9. Αποπροσωποποιητικά ή αποπραγματιστικά βιώματα 10. Φόβοι απώλειας ελέγχου ή επέλευσης τρέλας 11. Φόβοι επερχόμενου θανάτου12. Μουδιάσματα ή τσιμπήματα13. Ρίγη ή φουντώματα
Ποιες είναι οι διαθέσιμες θεραπευτικές επιλογές;
Ψυχοθεραπεία. Από τις διάφορες ψυχοθεραπευτικές προσεγγίσεις, αυτή που φαίνεται ως η πλέον αποτελεσματική είναι η συμπεριφορική/γνωσιακή ψυχοθεραπεία, μόνη της ή σε συνδυασμό με φαρμακοθεραπεία
Φαρμακοθεραπεία.
Για περισσότερες πληροφορίες σχετικά με τη νόσο και τη θεραπευτική αντιμετώπισή της παρακαλούμε να απευθύνεστε στον προσωπικό σας ιατρό καθώς κάθε ασθενής είναι μία ξεχωριστή περίπτωση και η θεραπευτική αντιμετώπιση που θα ακολουθηθεί εξαρτάται από πολλούς παράγοντες, που μόνον ο θεράπων ιατρός είναι σε θέση να γνωρίζει και να αξιολογεί.
Η κοινωνική ευαισθητοποίηση & η καταπολέμηση των προκαταλήψεων
για την ψυχική νόσο
για την ψυχική νόσο
Ψυχική νόσος είναι ένας όρος που χρησιμοποιείται για να εκφράσει μια μεγάλη ομάδα διαταραχών που προκαλούν προβλήματα στη σκέψη, στο συναίσθημα και τη συμπεριφορά του ανθρώπου αλλά και στην επικοινωνία του με τον συνάνθρωπο. Η ψυχική νόσος μπορεί να προσβάλει άτομα κάθε ηλικίας, παιδιά, εφήβους, ενήλικες και ηλικιωμένους και μπορεί να παρουσιαστεί σε κάθε οικογένεια. Η ψυχική νόσος και ειδικά η σοβαρή και χρόνια όπως η σχιζοφρένεια μέχρι πριν από μερικές δεκαετίες ήταν συνώνυμη με το μυστηριώδες, το αινιγματικό και το ανίατο. Βαθμιαία τα πράγματα άλλαξαν και αυτό χάρις στην ανάπτυξη της ψυχοφαρμακολογίας που προσέφερε τη δυνατότητα ελέγχου και αντιμετώπισης των βασικών συμπτωμάτων της ψυχικής νόσου. Το σκηνικό της ψυχικής ασθένειας και η εικόνα του ψυχικά αρρώστου άλλαξε ακόμα πιο σημαντικά τα τελευταία χρόνια με την ακόμη μεγαλύτερη πρόοδο της ψυχοφαρμακολογίας, την παράλληλη χρήση πολλών και ποικίλων ψυχοθεραπευτικών παρεμβάσεων και τη δημιουργία σύγχρονων ψυχιατρικών υπηρεσιών μέσα στην κοινότητα.
Παρ' όλα αυτά η ψυχική νόσος παραμένει ακόμη εν πολλοίς ανεξιχνίαστη και γριφώδης, ένα πεδίο ανεξερεύνητο για το πλατύ κοινό που καλύπτεται από πλήθος λαθεμένες απόψεις, προκαταλήψεις, δοξασίες και φόβους που της προσδίδουν το χαρακτήρα του μύθου και το στοιχείο του στίγματος. Το στίγμα είναι μια ανεπιθύμητη, δυσφημιστική ιδιότητα που στερεί από κάποιον το δικαίωμα της πλήρους κοινωνικής αποδοχής, ενώ ταυτόχρονα τον αναγκάζει να προσπαθεί να κρύψει, όταν είναι δυνατόν, την αιτία που προκαλεί αυτήν την αντιμετώπιση. Το στίγµα στη σύγχρονη εποχή χρησιµοποιείται ιδιαίτερα για να καταδείξει ότι κάποιες συγκεκριµένες ασθένειες (π.χ. φυµατίωση, καρκίνος, ψυχικές ασθένειες) καθώς και τα χαρακτηριστικά και οι συµπεριφορές που τις συνοδεύουν σχετίζονται µε την κινητοποίηση προκαταλήψεων σε βάρος των ατόµων που πάσχουν από αυτές.
Τα στερεότυπα, οι προκαταλήψεις και οι διακρίσεις είναι τρεις έννοιες που συνδέονται στενά με την κατανόηση του στίγματος. Τα στερεότυπα ορίζονται ως αρνητικές κυρίως κοινωνικές γνωστικές δομές που προκαθορίζουν τη συμπεριφορά μας (για παράδειγμα, η αρνητική πεποίθηση ότι τα άτομα με σχιζοφρένεια είναι επικίνδυνα). Οι προκαταλήψεις είναι οι γνωσιακές και συναισθηματικές αντιδράσεις που αναπτύσσονται όταν ένα άτομο ή μια ομάδα ενστερνίζεται τα αρνητικά στερεότυπα (για παράδειγμα, αποδέχομαι την πεποίθηση ότι τα άτομα με σχιζοφρένεια είναι επικίνδυνα και τα φοβάμαι). Οι προκαταλήψεις είναι καταστάσεις που αποκαλύπτουν την ετοιµότητα του ανθρώπου να ενεργήσει αρνητικά απέναντι στο αντικείµενο της προκατάληψης, χωρίς να εξετάσει αν µια τέτοια συµπεριφορά είναι δικαιολογηµένη. Διάκριση είναι η συμπεριφορική αντίδραση που ακολουθεί την προκατάληψη (για παράδειγμα, πιστεύω ότι τα άτομα με σχιζοφρένεια είναι επικίνδυνα, τα φοβάμαι και αποφεύγω να δουλέψω μαζί τους). Οι διακρίσεις επιτείνουν τις δυσκολίες που αντιµετωπίζουν τα άτομα µε κάποια σοβαρή ψυχική ασθένεια στην προσπάθειά τους να επανακτήσουν την κοινωνική λειτουργικότητά τους και να ενταχθούν στην κοινωνία. Οι διακρίσεις είναι το αποτέλεσμα μιας διαδικασίας που ξεκινάει όταν κάποιος χαρακτηρίζεται ως διαφορετικός. Στην “κοινή γνώμη” αναπτύσσονται ποικίλες απόψεις γι’ αυτούς που είναι διαφορετικοί. Πολιτισµικές πρακτικές και ήθη προφανώς επηρεάζουν τον τύπο των απόψεων που αναπτύσσονται. Όταν υιοθετούνται αρνητικές απόψεις ακολουθούν και αρνητικές συµπεριφορές. Οι διακρίσεις – που είναι έκφραση των αρνητικών απόψεων – είναι πολύµορφες και έχουν κυρίως αρνητικές συνέπειες στην πορεία της ψυχικής νόσου και την κοινωνική ένταξη και ενσωμάτωση των ψυχικά ασθενών. Τέτοιες συνέπειες αφορούν στη μείωση των πόρων για την αντιμετώπιση της ψυχικής ασθένειας, τη διαθεσιµότητα των χώρων στέγασης, τον περιορισμό των ευκαιριών για εργασία και κοινωνικές συναναστροφές, δηµιουργώντας επιπλέον προβλήµατα που στη συνέχεια ανεφοδιάζουν ακόμα περισσότερο το στίγμα δημιουργώντας ένα φαύλο κύκλο στον οποίο σχεδόν «υποχρεωτικά» κινείται ο ψυχικά ασθενής.
Ο ψυχικά ασθενής υποβάλλεται, επίσης, σε διάφορες μορφές άτυπου κοινωνικού στιγματισμού και του αποδίδονται μια σειρά από χαρακτηριστικά τα οποία στις συλλογικές αναπαραστάσεις του κοινού συνδέονται με τα παραδοσιακά στερεότυπα στα οποία ο άνθρωπος μυείται από πολύ νωρίς στην παιδική του ηλικία. Με βάση αυτά τα στερεότυπα ο ψυχικά άρρωστος είναι ο «τρελός», δηλαδή ο κακός, ο επικίνδυνος, ο δράκος ή ο δαιμονισμένος. Πέρα από αυτόν τον άτυπο κοινωνικό στιγματισμό, στη διαμόρφωση του κοινωνικού στίγματος σημαντικό ρόλο παίζουν τα Μέσα Μαζικής Επικοινωνίας ως βασικοί φορείς ενημέρωσης του κoινoύ. Τα ΜΜΕ, με κυρίαρχη την τηλεόραση δημιoυργoύν τη δημόσια εικόνα της τρέλας και προμηθεύουν όλα εκείνα τα στοιχεία που συγκροτούν τα στερεότυπα, τα αναπαράγουν και τα διαιωνίζουν. Έτσι ο ασθενής έχει να αντιμετωπίσει εκτός από την αρρώστια του και τα συμπτώματά της, μια «δεύτερη αρρώστια» που δεν είναι άλλη από το κοινωνικό στίγμα.
Το στίγμα που συνοδεύει την ψυχική ασθένεια διαχέεται πέρα από το άτομο που νοσεί και περιλαμβάνει οτιδήποτε και οποιονδήποτε σχετίζεται με το άτομο αυτό: τη φαρμακευτική αγωγή και τις άλλες θεραπείες που χρησιμοποιούνται για να ελεγχθούν τα συμπτώματα, τα μέλη της οικογένειας, τους επαγγελματίες ψυχικής υγείας, ακόμα και τα ψυχιατρικά νοσοκομεία ή τις εξωνοσοκομειακές δομές στις οποίες αντιμετωπίζονται τα άτομα που πάσχουν από μία σοβαρή ψυχική ασθένεια.
Παρ' όλα αυτά η ψυχική νόσος παραμένει ακόμη εν πολλοίς ανεξιχνίαστη και γριφώδης, ένα πεδίο ανεξερεύνητο για το πλατύ κοινό που καλύπτεται από πλήθος λαθεμένες απόψεις, προκαταλήψεις, δοξασίες και φόβους που της προσδίδουν το χαρακτήρα του μύθου και το στοιχείο του στίγματος. Το στίγμα είναι μια ανεπιθύμητη, δυσφημιστική ιδιότητα που στερεί από κάποιον το δικαίωμα της πλήρους κοινωνικής αποδοχής, ενώ ταυτόχρονα τον αναγκάζει να προσπαθεί να κρύψει, όταν είναι δυνατόν, την αιτία που προκαλεί αυτήν την αντιμετώπιση. Το στίγµα στη σύγχρονη εποχή χρησιµοποιείται ιδιαίτερα για να καταδείξει ότι κάποιες συγκεκριµένες ασθένειες (π.χ. φυµατίωση, καρκίνος, ψυχικές ασθένειες) καθώς και τα χαρακτηριστικά και οι συµπεριφορές που τις συνοδεύουν σχετίζονται µε την κινητοποίηση προκαταλήψεων σε βάρος των ατόµων που πάσχουν από αυτές.
Τα στερεότυπα, οι προκαταλήψεις και οι διακρίσεις είναι τρεις έννοιες που συνδέονται στενά με την κατανόηση του στίγματος. Τα στερεότυπα ορίζονται ως αρνητικές κυρίως κοινωνικές γνωστικές δομές που προκαθορίζουν τη συμπεριφορά μας (για παράδειγμα, η αρνητική πεποίθηση ότι τα άτομα με σχιζοφρένεια είναι επικίνδυνα). Οι προκαταλήψεις είναι οι γνωσιακές και συναισθηματικές αντιδράσεις που αναπτύσσονται όταν ένα άτομο ή μια ομάδα ενστερνίζεται τα αρνητικά στερεότυπα (για παράδειγμα, αποδέχομαι την πεποίθηση ότι τα άτομα με σχιζοφρένεια είναι επικίνδυνα και τα φοβάμαι). Οι προκαταλήψεις είναι καταστάσεις που αποκαλύπτουν την ετοιµότητα του ανθρώπου να ενεργήσει αρνητικά απέναντι στο αντικείµενο της προκατάληψης, χωρίς να εξετάσει αν µια τέτοια συµπεριφορά είναι δικαιολογηµένη. Διάκριση είναι η συμπεριφορική αντίδραση που ακολουθεί την προκατάληψη (για παράδειγμα, πιστεύω ότι τα άτομα με σχιζοφρένεια είναι επικίνδυνα, τα φοβάμαι και αποφεύγω να δουλέψω μαζί τους). Οι διακρίσεις επιτείνουν τις δυσκολίες που αντιµετωπίζουν τα άτομα µε κάποια σοβαρή ψυχική ασθένεια στην προσπάθειά τους να επανακτήσουν την κοινωνική λειτουργικότητά τους και να ενταχθούν στην κοινωνία. Οι διακρίσεις είναι το αποτέλεσμα μιας διαδικασίας που ξεκινάει όταν κάποιος χαρακτηρίζεται ως διαφορετικός. Στην “κοινή γνώμη” αναπτύσσονται ποικίλες απόψεις γι’ αυτούς που είναι διαφορετικοί. Πολιτισµικές πρακτικές και ήθη προφανώς επηρεάζουν τον τύπο των απόψεων που αναπτύσσονται. Όταν υιοθετούνται αρνητικές απόψεις ακολουθούν και αρνητικές συµπεριφορές. Οι διακρίσεις – που είναι έκφραση των αρνητικών απόψεων – είναι πολύµορφες και έχουν κυρίως αρνητικές συνέπειες στην πορεία της ψυχικής νόσου και την κοινωνική ένταξη και ενσωμάτωση των ψυχικά ασθενών. Τέτοιες συνέπειες αφορούν στη μείωση των πόρων για την αντιμετώπιση της ψυχικής ασθένειας, τη διαθεσιµότητα των χώρων στέγασης, τον περιορισμό των ευκαιριών για εργασία και κοινωνικές συναναστροφές, δηµιουργώντας επιπλέον προβλήµατα που στη συνέχεια ανεφοδιάζουν ακόμα περισσότερο το στίγμα δημιουργώντας ένα φαύλο κύκλο στον οποίο σχεδόν «υποχρεωτικά» κινείται ο ψυχικά ασθενής.
Ο ψυχικά ασθενής υποβάλλεται, επίσης, σε διάφορες μορφές άτυπου κοινωνικού στιγματισμού και του αποδίδονται μια σειρά από χαρακτηριστικά τα οποία στις συλλογικές αναπαραστάσεις του κοινού συνδέονται με τα παραδοσιακά στερεότυπα στα οποία ο άνθρωπος μυείται από πολύ νωρίς στην παιδική του ηλικία. Με βάση αυτά τα στερεότυπα ο ψυχικά άρρωστος είναι ο «τρελός», δηλαδή ο κακός, ο επικίνδυνος, ο δράκος ή ο δαιμονισμένος. Πέρα από αυτόν τον άτυπο κοινωνικό στιγματισμό, στη διαμόρφωση του κοινωνικού στίγματος σημαντικό ρόλο παίζουν τα Μέσα Μαζικής Επικοινωνίας ως βασικοί φορείς ενημέρωσης του κoινoύ. Τα ΜΜΕ, με κυρίαρχη την τηλεόραση δημιoυργoύν τη δημόσια εικόνα της τρέλας και προμηθεύουν όλα εκείνα τα στοιχεία που συγκροτούν τα στερεότυπα, τα αναπαράγουν και τα διαιωνίζουν. Έτσι ο ασθενής έχει να αντιμετωπίσει εκτός από την αρρώστια του και τα συμπτώματά της, μια «δεύτερη αρρώστια» που δεν είναι άλλη από το κοινωνικό στίγμα.
Το στίγμα που συνοδεύει την ψυχική ασθένεια διαχέεται πέρα από το άτομο που νοσεί και περιλαμβάνει οτιδήποτε και οποιονδήποτε σχετίζεται με το άτομο αυτό: τη φαρμακευτική αγωγή και τις άλλες θεραπείες που χρησιμοποιούνται για να ελεγχθούν τα συμπτώματα, τα μέλη της οικογένειας, τους επαγγελματίες ψυχικής υγείας, ακόμα και τα ψυχιατρικά νοσοκομεία ή τις εξωνοσοκομειακές δομές στις οποίες αντιμετωπίζονται τα άτομα που πάσχουν από μία σοβαρή ψυχική ασθένεια.
Εγγραφή σε:
Αναρτήσεις (Atom)