Κυριακή 8 Φεβρουαρίου 2009

Η αναγωγή του ψυχολογικού στο νευροβιολογικό και γιατί τη φοβόμαστε

Το ερώτημα αφετηρίας.

Έχει η έρευνα στις Νευροεπιστήμες φέρει στο φως τεκμήρια που θα μπορούσαν να πείσουν τον όποιον λογικό και καλοπροαίρετο άνθρωπο, τον Σωκράτη, ας πούμε, πως όπως ακριβώς η λύρα παράγει μουσική έτσι κι ο εγκέφαλός του παρήγαγε τη χαρά του για το επικείμενο ταξίδι του στα λημέρια των Θεών, η οποία χαρά, παρεμπι­πτόντως, θα εξανεμίζονταν τη στιγμή που θα αποδέχονταν την παραπάνω πρόταση;
Γιατί χαίρεται ο Σωκράτης;
Μια πρώτη απάντηση από τη σκοπιά του λογικού και καλοπροαίρετου «αναγωγιστή» νευροεπιστήμονα θα ήταν ότι η χαρά του Σωκράτη οφείλεται στην ενεργοποίηση του συστήματος ανταμοιβής (reward system) του εγκεφάλου του, που με τη σειρά της ενεργοποιεί τις συγκινησιακές αντιδράσεις του οργανισμού. Από την ανακάλυψή του στον εγκέφαλο του επίμυ (Olds and Milner 1954), το σύστημα ανταμοιβής αποδείχτηκε ότι συμμετέχει στην γένεση ευχάριστων συναισθημάτων στον άνθρωπο (Heath 1964), ενώ μέσω του ενισχυτικού του ρόλου φαίνεται να εμπλέκεται και σε πιο σύνθετες συμπεριφορές, όπως στη μνήμη και τη μάθηση ( ) ή την εξάρτηση από εξαρτησιογόνες ουσίες (Koob and Le Moal 1997).
Μια τέτοιου τύπου άμεση αναγωγή μιας ψυχολογικής κατάστασης σε έναν εγκεφαλικό μηχανισμό, αν και μπορεί να εγείρει ενστάσεις ως προς ορισμένα μεθοδολογικά προβλήματα, αφήνει να διαφανεί ένα ακόμη σημαντικό πρόβλημα στη θέση του ερωτήματος αφετηρίας. Πρώτον, η αναγωγή μιας συγκινησιακής κατάστασης σε εγκεφα­λικές καταστάσεις είναι μάλλον εύκολη σε σχέση με την αναγωγή νοητικών ή συνειδη­σιακών καταστάσεων. Δεύτερον, λόγω της φύσης των συγκινησιακών καταστά­σεων, που περιλαμβάνουν αντιδράσεις του αυτόνομου νευρικού συστήματος (ΑΝΣ), μια τέτοια αναγωγή θα μπορούσε να είναι «εξαλειπτικού» χαρακτήρα, να ερμήνευε δηλαδή εξ ολοκλήρου τη χαρά στο εγκεφαλικό επίπεδο έτσι ώστε οι ψυχολογικές ερμηνείες να εξαλείφονταν. Τρίτον, αυτή η εξάλειψη αφορά τις «ψυχολογικές ερμηνείες» της χαράς και όχι την ίδια τη χαρά. Η χαρά δεν εξαλείφεται ως υποκειμενική εμπειρία (εφόσον η αναγωγή αφορά τη χαρά ως συγκινησιακή κατάσταση) άρα δεν υπάρχει περίπτωση να εξανεμισθεί, όπως τίθεται στο ερώτημα αφετηρίας. Ο «φόβος της αναγωγής» πιθανόν να οφείλεται σε αυτήν την παρανόηση, την οποία θα προσπαθήσουμε να διαλευκάνουμε και στη συνέχεια.
Οι νοητικές αναπαραστάσεις και οι ιδιότητές τους
Στην περίπτωση της χαράς ως συγκινησιακής κατάστασης ένας από τους λόγους της ευκολίας της αναγωγής στις εγκεφαλικές καταστάσεις είναι η ύπαρξη μιας κοινής γλώσσας περιγραφής των δύο επιπέδων, εφόσον, όπως είπαμε, οι συγκινησιακές κατα­στάσεις μπορούν να περιγραφούν με όρους αντιδράσεων του ΑΝΣ.[1][2] Στην περίπτωση όμως νοητικών ή συνειδησιακών καταστάσεων η κοινή γλώσσα δεν είναι δεδομένη και πρέπει να αναζητηθεί. Μια καλή αφετηρία λοιπόν για τη δυνατότητα της αναγωγής αυτών των καταστάσεων σε εγκεφαλικές καταστάσεις θα ήταν η διερεύνησή της μέσω της αναπαραστατικής θεωρίας του νου[2][3], η οποία αποτελεί το κοινό δόγμα της γνωσιακής επιστήμης. Η γνωσιακή επιστήμη συγκροτείται ως κοινό ερευνητικό πρόγραμμα τεσσάρων βασικών πεδίων, της γνωστικής ψυχολογίας, των νευροεπιστημών, της επιστήμης των ηλεκτρονικών υπολογιστών και της φιλοσοφίας του νου και ένα από τα βασικά αιτήματά της είναι ακριβώς η αναζήτηση κοινής γλώσσας περιγραφής των νοητικών φαινομένων στα επιμέρους επιστημονικά πεδία. Ένα επιπλέον πλεονέκτημα της αναπαραστατικής θεωρίας του νου είναι ότι πρόκειται για μια καλά δομημένη φυσικαλιστική (υλιστική) θεωρία των νοητικών φαινομένων, γεγονός που διευκολύνει τη διερεύνηση της δυνατό­τητας αναγωγής τους ή μη σε εγκεφαλικά φαινόμενα.
Πώς τίθενται λοιπόν οι όροι του ερωτήματος αφετηρίας με τους όρους της αναπαραστα­τικής θεωρίας του νου;
• O Σωκράτης χαίρεται επειδή πιστεύει ότι θα πάει στα λημέρια του θεού του.
• Ο θεός του Σωκράτη –ο Δίας– δεν υπάρχει (κι αυτό ίσως το γνώριζε και ο ίδιος).
• Εφόσον όμως χαίρεται για κάτι, το σκέφτεται, κι αυτό, έστω κι αν δεν υπάρχει, δεν είναι το ίδιο με το να μη σκέφτεται τίποτα.
• Το περιεχόμενο λοιπόν της πεποίθησής του υπάρχει σε ένα νοητικό χώρο (στη συνείδησή του, ας πούμε) και επηρεάζει τη συμπεριφορά του (χαίρεται, πίνει το κώνειο, κλπ.).
Η αναγνώριση εσωτερικών νοητικών στοιχείων που μπορούν και επηρεάζουν τη συμπεριφορά αποτελεί κοινό στοιχείων πολλών ψυχολογικών θεωριών μετά τη δεκαετία του 1950. Προήλθε από την αντίδραση στις αδυναμίες της κυρίαρχης τότε συμπεριφορι­στικής (μπηχαβιοριστικής) ψυχολογίας, που αγνοούσε κάθε εσωτερικό παράγοντα στις απαντήσεις του οργανισμού και επικεντρωνόταν στην ανάλυση και τον έλεγχο των εξωτερικών ερεθισμάτων. Στην περίπτωση της αναπαραστατικής θεωρίας του νου τα εσωτερικά αυτά στοιχεία είναι οι γνώσεις, οι πεποιθήσεις, οι φόβοι, κλπ. των δρώντων υποκειμένων. Οι όροι αυτοί είναι δανεισμένοι από την «ψυχολογία του κοινού νου» ή «δημώδη ψυχολογία» (folk psychology), αν και, εκτός των γνώσεων, απαντώνται στην αναλυτική φιλοσοφία ως «προτασιακές ή αποβλεπτικές στάσεις» (propositional/intentional attitudes) (Brentano 1874/1973). Οι νοητικές αναπαραστάσεις είναι συμβολικές γλωσσικού-συντακτικού τύπου αναπαραστάσεις που έχουν ως περιεχόμενο τις γνώσεις ή τις προτασιακές στάσεις.
Η νοητική αναπαράσταση, είτε είναι αναπαράσταση για κάτι που υπάρχει είτε για κάτι που δεν υπάρχει, έχει αιτιολογικές ιδιότητες: στην περίπτωση του Σωκράτη προκαλεί χαρά (την ομολογεί ο ίδιος αλλά τη διαπιστώνουν και οι μαθητές του από το χαμόγελό του) και προκαλεί μια συμπεριφορά, πίνει το κώνειο. Η νοητική αναπαράσταση δηλαδή επιδρά στον υλικό κόσμο (στους μύες του προσώπου του όταν χαμογελάει και στους μύες του χεριού του όταν φέρνουν το κώνειο στο στόμα του) μέσω εγκεφαλικών περιο­χών που ελέγχουν αυτές τις λειτουργίες.
Άρα η χαρά του Σωκράτη μπορεί να ερμηνευτεί με βάση την ενεργοποίηση του κέντρου ανταμοιβής του μεταιχμιακού συστήματος του εγκεφάλου (ή οποιουδήποτε άλλου κέντρου ελέγχει τη συγκινησιακή αντίδραση της χαράς) και η απόφασή του να πιει το κώνειο από την ενεργοποίηση των μετωπιαίων προκινητικών περιοχών που προγραμμα­τίζουν τη συμπεριφορά. Αυτή η ενεργοποίηση δεν μπορεί παρά να γίνει μέσω εισόδων από άλλες εγκεφαλικές περιοχές, όπου θα υποθέσουμε ότι αναπαρίσταται η προσμονή του για το επικείμενο ταξίδι του στα λημέρια των Θεών.
Αυτό σημαίνει ότι η οντολογία του νου δεν διαφέρει από την οντολογία του κόσμου: Οι νοητικές αναπαραστάσεις, εφόσον επηρεάζουν την ανθρώπινη συμπεριφορά, θα πρέπει να έχουν υλικό φορέα ώστε να επιδρούν αιτιακά. Η άποψη αυτή, κυρίαρχη σήμερα στη φιλοσοφία του νου και τη γνωσιακή επιστήμη, είναι γνωστή ως θεωρία ταυτότητας: Τα νοητικά φαινόμενα δεν είναι τίποτε άλλο παρά εγκεφαλικά φαινόμενα (αρκετά εύλογη υπόθεση εφόσον εγκεφαλικές βλάβες προκαλούν νοητικές διαταραχές) (Smart 1959, Feigl 1958, Place 1956).[1][4]
Οι νοητικές αναπαραστάσεις όμως, εκτός από τις αιτιακές ιδιότητες τους (επηρεάζουν τη συμπεριφορά) έχουν και σημασιολογικές ιδιότητες. Είναι δηλαδή αληθείς ή ψευδείς. Αν, για παράδειγμα, κάποιος πιστεύει ότι η Γη είναι επίπεδη, η αντίστοιχη νοητική αναπαρά­σταση αναφέρεται σε μια υπαρκτή πεποίθηση, η οποία όμως έχει ψευδές περιεχόμενο. Οι σημασιολογικές ιδιότητες των νοητικών αναπαραστάσεων θέτουν το πρώτο και σημαντι­κότερο πρόβλημα της αναπαραστασιακής θεωρίας του νου: Πώς μπορεί κάτι υλικό να έχει σημασιολογικό περιεχόμενο (να σημαίνει κάτι, να είναι αληθές ή ψευδές, καλό ή κακό, ωραίο ή άσχημο); (Fodor 1990).
Η απάντηση του Fodor είναι να μην ασχοληθούμε με το ποιο είναι το περιεχόμενο των αναπαραστάσεων (κατανοημένο ως συνθήκες αλήθειας) αλλά να καθορίσουμε το τι θεμελιώνει τη σχέση αναπαράστασης-αναπαριστώμενου. Με άλλα λόγια, το ερώτημα στο οποίο καλείται να απαντήσει η αναπαραστασιακή θεωρία είναι: δυνάμει τίνος πράγματος μια εσωτερική κατάσταση αποκτά αναπαραστασιακό περιεχόμενο (Fodor 1990, σελ. 318).
Ατομισμός ή ιντερναλισμός («Εφόσον ο εγκέφαλος είναι μέσα στο κεφάλι, ο νους δεν θα μπορούσε να βρίσκεται κάπου αλλού»).
Η απάντηση σε αυτό το πρόβλημα θα ήταν να θεωρήσουμε τη σχέση των νοητικών φαινομένων με τα εγκεφαλικά φαινόμενα ως επιγένεση (supervenience) των νοητικών φαινομένων από τα εγκεφαλικά, όπως οι αιτιακές ιδιότητες ενός οποιουδήποτε πράγματος επιγίγνονται (supervene) στις φυσικές του ιδιότητες.[1][5] Κατά συνέπεια, αν η ψυχολογία θέλει να είναι επιστημονική, θα πρέπει οι νοητικές καταστάσεις ενός ατόμου να επιγίγνονται στις εγγενείς φυσικές του ιδιότητες: «Οι αιτιακές δυνάμεις επιγίγνονται στις τοπικές μικροδομές. Στην ψυχολογική περίπτωση επιγίγνονται στην τοπική νευρωνική δομή» (Fodor 1987, σελ. 45).
Σύμφωνα με τη θεωρία του ατομισμού, το περιεχόμενο των νοητικών αναπαραστάσεων μπορεί να περιγραφεί από τις αιτιακές σχέσεις τους, ανεξάρτητα από το αν υπάρχει ή όχι στο περιβάλλον του κάποιο συγκεκριμένο αντικείμενο ή ιδιότητα (ιντερναλισμός). Για την ατομιστική-ιντερναλιστική θεωρία του νοητικού περιεχομένου αυτό που έχει σημασία είναι το πώς το υποκείμενο αναπαριστά τον κόσμο του και όχι πώς αλήθεια είναι ο κόσμος. Αν πιστεύω, λόγου χάρη, ότι βλέπω ένα δέντρο και οι αιτιακές σχέσεις αυτής της νοητικής κατάστασης με τη συμπεριφορά με οδηγήσουν να συμπεριφερθώ σαν να βλέπω ένα δέντρο, τότε το περιεχόμενο της αντίστοιχης νοητικής αναπαράστασης είναι αληθές. Αυτό φαίνεται εύλογο, αν αναλογιστούμε ότι πολλές φορές έχουμε ψευδή συνείδηση, ψευδαισθήσεις ή πολλές φορές οι υπαρκτές νοητικές μας καταστάσεις αφορούν καταστάσεις πραγμάτων που δεν είναι υπαρκτές (π.χ. ο Δίας στην περίπτωση του Σωκράτη).Με τον ατομισμό-ιντερναλισμό διατηρείται η φυσιοκρατική εξήγηση για το πώς αποκτούν οι νοητικές αναπαραστάσεις το περιεχόμενό τους. Στο βαθμό που οι νοητικές καταστάσεις προκαλούν αλλαγές στην παρατηρήσιμη συμπεριφορά και έχουν περιεχό­μενο που επιγίγνεται στις φυσικές ιδιότητες του εγκεφάλου, μπορούν να γίνουν αντικείμενο της νευροεπιστήμης. Εφόσον οι αναπαραστάσεις υπάρχουν κάπου στον εγκέφαλο και επηρεάζουν συγκεκριμένες δομές που σχετίζονται με τη συμπεριφορική έξοδο, θα μπορούσαμε ίσως στο μέλλον να τις εντοπίσουμε με εξελιγμένες νευροφυσιο­λογικές ή άλλες μεθόδους. Ένα όργανο λοιπόν των μελλοντικών νευροεπιστημόνων, το εγκεφαλοσκόπιο, θα μπορούσε να ανιχνεύσει τη νοητική αναπαράσταση από τις αιτιακές της επιδράσεις πάνω στη συμπεριφορά, θα εντόπιζε ανάδρομα τους εγκεφαλικούς μηχανισμούς που τη γεννούν και θα καθόριζε το περιεχόμενό της με βάση φυσικές ιδιότητες αυτών των μηχανισμών. Όσο φιλόδοξο και αν μοιάζει το πρόγραμμα ανάπτυξης του εγκεφαλοσκόπιου, είναι «θεωρητικά» δυνατό υπό τη θεωρία του ατομισμού και την παραδοχή της επιγένεσης.
Εξτερναλισμός («Οι σημασίες δεν βρίσκονται μέσα στο κεφάλι» -Putnam)
Τα πράγματα όμως περιπλέκονται αν ξαναγυρίσουμε στο ερώτημα αφετηρίας και ρωτήσουμε γιατί πραγματικά χαίρεται ο Σωκράτης. Ο Σωκράτης δεν χαίρεται γιατί απλώς θα πάει στα λημέρια του θεού του, αλλά γιατί θα πάει στα λημέρια του θεού του επειδή θα πιει το κώνειο, υπακούοντας στην απόφαση του δικαστηρίου. Η υπακοή του στην απόφαση του δικαστηρίου είναι μια πράξη που «πρέπει» να γίνει και ο Σωκράτης χαίρεται επειδή υπακούει στην αίσθηση δικαίου που υπερασπίστηκε σε ολόκληρη τη ζωή του.
Οι μαθητές του όμως λυπούνται. Γι’ αυτούς ο Σωκράτης «δεν πρέπει» να πιει το κώνειο γιατί η απόφαση του δικαστηρίου ήταν άδικη. Το εγκεφαλοσκόπιό μας –ή μάλλον ο χειριστής του– θα μπερδευόταν. Θα ανίχνευε στο εγκέφαλο του Σωκράτη μια αναπαρά­σταση της πρότασης «πιστεύω ότι η υπακοή στην απόφαση του δικαστηρίου είναι δίκαιη» με αληθές περιεχόμενο (εφόσον οδηγεί σε συγκεκριμένη συμβατή συμπεριφορά –χαρά, την παραμονή στη φυλακή) και στον εγκέφαλο του Κρίτωνα μια αναπαράσταση της πρότασης «πιστεύω ότι η υπακοή στην απόφαση του δικαστηρίου είναι άδικη» με αληθές περιεχόμενο (εφόσον οδηγεί σε πάλι σε συμβατή συμπεριφορά –λύπη, προτροπή δραπέτευσης). Δυο λογικά αντίθετες προτάσεις, από τη σκοπιά του (εξωτερικού) τρίτου προσώπου, είναι και οι δύο αληθείς.
Ο υποστηρικτής της θεωρίας του ατομικισμού θα έλεγε ότι εφόσον αυτό που έχει σημασία είναι το πώς το υποκείμενο αναπαριστά τον κόσμο του και όχι πώς αλήθεια είναι ο κόσμος, η έννοια της ψευδούς συνείδησης αποτελεί πρόβλημα του εγκεφαλοσκό­πιου ή του χρήστη του και όχι των δρώντων υποκειμένων.
Εάν όμως το σύμβολο δεν παραπέμπει από μόνο του στο αναπαριστώμενο –εάν δηλαδή μια νοητική αναπαράσταση δεν παραπέμπει από μόνη της στην αλήθεια της πρότασης που έχει ως περιεχόμενό της– και χρειάζεται κάποιον ερμηνευτή-χρήστη, τότε χάνεται η φυσιοκρατική εξήγηση. Σε αυτήν την περίπτωση θα χρησιμοποιούνταν δηλαδή οι προτασιακές στάσεις του χρήστη-ερμηνευτή για να εξηγηθεί η λειτουργία και το περιεχόμενο των νοητικών αναπαραστάσεων. Για να λυθούν τα παράδοξα των ψευδών αναπαραστάσεων, των διαφορετικών αναπαραστάσεων από παρόμοια ερεθίσματα και η ανάγκη του χρήστη-ερμηνευτή (για να διατηρηθεί δηλαδή η φυσικαλιστική ερμηνεία του περιεχομένου των αναπαραστάσεων) η αναπαραστατική θεωρία του νου φαίνεται να ευνοεί τις αποκαλούμενες εξτερναλιστικές προσεγγίσεις.
Σύμφωνα με τους υποστηρικτές του εξτερναλισμού, το περιεχόμενο των νοητικών αναπαραστάσεων είναι «ευρύ», δεν εξαρτάται μόνο από τα εγγενή (intrinsic) χαρακτηρι­στικά του υποκειμένου, αλλά και από την ιστορία του και το φυσικό και κοινωνικό του περιβάλλον. Αφετηρία των εξτερναλιστικών απόψεων αποτελεί το περιβόητο νοητικό πείραμα της «δίδυμης Γης» του Hillary Putnam (1975),[1][6] με το οποίο έδειξε ότι η σημασία των λέξεων δεν καθορίζεται από τις ψυχολογικές καταστάσεις του χρήστη των λέξεων: «meanings just ain’t in the head” (Putman 1975, σελ. 227).
Στο πλαίσιο της αναπαραστατικής θεωρίας η σημασιολογία της γλώσσας είναι εύκολο να μετατραπεί σε σημασιολογία της νόησης, επειδή σύμφωνα με την επικρατούσα φοντο­ριανή νοητική αρχιτεκτονική ο νους είναι δομημένος ως γλώσσα. Ό,τι ισχύει λοιπόν για τις λέξεις της φυσικής γλώσσας ισχύει και για τις «λέξεις» της νοητικής γλώσσας, δηλαδή τις νοητικές αναπαραστάσεις. Από αυτήν την αναλογία προέκυψε το σύνθημα της εξτερναλιστικής θεωρίας: «οι νοητικές αναπαραστάσεις δεν είναι μέσα στο κεφάλι» (McGinn 1989, σελ. 31).
Σύμφωνα λοιπόν με την αντι-ατομιστική θεωρία του εξτερναλισμού, το υποθετικό μας εγκεφαλοσκόπιο δεν μπορεί να αποκαλύψει το ευρύ περιεχόμενο (τις σημασίες) των νοητικών αναπαραστά­σεων, γιατί αυτό δεν βρίσκεται μέσα στο κεφάλι. Στην περίπτωση των πανομοιότυπων ανθρώπων που ζουν στη Γη και τη δίδυμη Γη του Putnam, δεν μπορεί από τις σχετικές αναπαραστάσεις του νερού μέσα στον εγκέφαλό τους να αποδώσει το σωστό περιεχό­μενο Η2Ο ή ΧΥΖ εάν δεν διαθέτει μια βάση δεδομένων εξωτερική ως προς τα δύο υποκείμενα, γιατί η αλήθεια (η σημασία) αυτού του πεεριεχομένου βρίσκεται στο φυσικό περιβάλλον. Στην περίπτωση του Σωκράτη και των μαθητών του, το εγκεφαλοσκόπιο δεν μπορεί να ανιχνεύσει τη σημασία (την αλήθεια) του περιεχομένου των πεποιθήσεων που προκαλούν τη χαρά και λύπη αντίστοιχα, γιατί αυτή βρίσκεται σε έννοιες και αξίες που αναπαρίστανται μεν στον εγκέφαλό τους, αλλά προέρχονται από το κοινωνικό περιβάλλον.
[1][6] Ο Α και ο Β είναι δυο πανομοιότυποι άνθρωποι μόριο προς μόριο, που βρίσκονται ο ένας στη Γη και ο άλλος σε έναν πλανήτη ενός «δυνατού» κόσμου –τη δίδυμη Γη- ο οποίος είναι φαινομενικά πανομοιότυπος με τη Γη. Επίσης, τόσο ο Α όσο και ο Β, οι οποίοι δεν γνωρίζουν τη χημική σύσταση του νερού, όταν αναφέρονται στο νερό χρησιμοποιούν τη λέξη «νερό». Ωστόσο, οι δύο πλανήτες, παρότι φαινομενικά (δηλαδή μακροσκοπικά) πανομοιότυποι, διαφέρουν ως προς τη μοριακή σύσταση του νερού: στη δίδυμη Γη το νερό δεν έχει τη χημική σύσταση Η2Ο αλλά ΧΥΖ. Παρότι, δηλαδή, το νερό έχει τις ίδιες μακροσκο­πικές ιδιότητες –είναι ένα άχρωμο άοσμο υγρό που ξεδιψά, σβήνει τη φωτιά κλπ.- και προσδιορίζεται με την ίδια περιγραφή, η πραγματική του υπόσταση διαφέρει στους δύο πλανήτες. Άρα η αναφορά (το περιεχόμενο) της λέξης «νερό» όταν εκφέρεται από τον Β δεν είναι το Η2Ο αλλά το ΧΥΖ. Έτσι λοιπόν, ενώ ο Α και ο Β βρίσκονται σε πανομοιότυπες ψυχολογικές καταστάσεις, όταν προφέρουν τη λέξη «νερό» αναφέρονται σε διαφορετικά πράγματα.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.